φυσιογνωμία: Difference between revisions
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
(c1) |
(45) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1318.png Seite 1318]] ἡ, seltnere Form statt [[φυσιογνωμονία]], Lob. Phryn. 383. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1318.png Seite 1318]] ἡ, seltnere Form statt [[φυσιογνωμονία]], Lob. Phryn. 383. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σύνολο]] χαρακτηριστικών του προσώπου που έχουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και εκφράζουν την [[προσωπικότητα]], την ψυχική [[διάθεση]]<br /><b>2.</b> <b>οικολ.</b> τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ή η γενική [[εμφάνιση]] και η [[δομή]] μιας φυτοκοινωνίας ή της βλάστησης μιας περιοχής<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> εξέχουσα, ιδιάζουσα [[προσωπικότητα]] («πρόκειται για επιστημονική [[φυσιογνωμία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εσφ. γρφ. του τ. [[φυσιογνωμονία]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> [[εξέταση]] τών φυσικών αιτίων και φαινομένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φυσιο</i>- (για τη [[μορφή]] <b>βλ. λ.</b> [[φύση]]) <span style="color: red;">+</span> [[γνώμη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>. Ο τ. [[φυσιογνωμία]], [[καθώς]] και οι τ. [[φυσιογνωμικός]] και <i>φυσιογνωμῶ</i>, [[είναι]] εσφ. [[αντί]] τών ορθών [[φυσιογνωμονία]], [[φυσιογνωμονικός]] και <i>φυσιογνωμονῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, perh.
A = φυσιολογία, cited from Hippocrates by [Gal.]19.530.
German (Pape)
[Seite 1318] ἡ, seltnere Form statt φυσιογνωμονία, Lob. Phryn. 383.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
1. σύνολο χαρακτηριστικών του προσώπου που έχουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και εκφράζουν την προσωπικότητα, την ψυχική διάθεση
2. οικολ. τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ή η γενική εμφάνιση και η δομή μιας φυτοκοινωνίας ή της βλάστησης μιας περιοχής
3. μτφ. εξέχουσα, ιδιάζουσα προσωπικότητα («πρόκειται για επιστημονική φυσιογνωμία»)
αρχ.
1. εσφ. γρφ. του τ. φυσιογνωμονία
2. πιθ. εξέταση τών φυσικών αιτίων και φαινομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + γνώμη + κατάλ. -ία. Ο τ. φυσιογνωμία, καθώς και οι τ. φυσιογνωμικός και φυσιογνωμῶ, είναι εσφ. αντί τών ορθών φυσιογνωμονία, φυσιογνωμονικός και φυσιογνωμονῶ].