συνυποζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(6_22)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνυποζεύγνῡμι''': ὑποζευγνύω [[ὁμοῦ]], ζευγνύω εἰς τὸν ζυγὸν [[ὁμοῦ]], ἑταίρας δ’ συνυπέζευξεν ὡς ἵππους Ἀθήν. 533D.
|lstext='''συνυποζεύγνῡμι''': ὑποζευγνύω [[ὁμοῦ]], ζευγνύω εἰς τὸν ζυγὸν [[ὁμοῦ]], ἑταίρας δ’ συνυπέζευξεν ὡς ἵππους Ἀθήν. 533D.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[βάζω]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὑποζεύγνυμι]] «[[βάζω]] σε [[ζυγό]], [[ζεύω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυποζεύγνῡμι Medium diacritics: συνυποζεύγνυμι Low diacritics: συνυποζεύγνυμι Capitals: ΣΥΝΥΠΟΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: synypozeúgnymi Transliteration B: synypozeugnymi Transliteration C: synypozeygnymi Beta Code: sunupozeu/gnumi

English (LSJ)

   A put under the yoke together, Ath.12.533d.

Greek (Liddell-Scott)

συνυποζεύγνῡμι: ὑποζευγνύω ὁμοῦ, ζευγνύω εἰς τὸν ζυγὸν ὁμοῦ, ἑταίρας δ’ συνυπέζευξεν ὡς ἵππους Ἀθήν. 533D.

Greek Monolingual

Α
βάζω κάτω από τον ζυγό κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑποζεύγνυμι «βάζω σε ζυγό, ζεύω»].