συστροφία: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(6_8)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συστροφία''': ἡ [[εὐστροφία]], πολὺ τῆς τοιαύτης συστροφίας... ἀπολειπόμενον Πολύβ. 24. 2, 2· ὁ Reisk προτείνει εὐστροφίας. ΙΙ. [[οἰκειότης]], γνωριμία, [[μετὰ]] συγγραφέων ἢ [[διδασκαλία]], Διον. Ἁλ. εἰς Δείναρχον 7· ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 780. 46, ὁ Wess. συντροφίαν.
|lstext='''συστροφία''': ἡ [[εὐστροφία]], πολὺ τῆς τοιαύτης συστροφίας... ἀπολειπόμενον Πολύβ. 24. 2, 2· ὁ Reisk προτείνει εὐστροφίας. ΙΙ. [[οἰκειότης]], γνωριμία, [[μετὰ]] συγγραφέων ἢ [[διδασκαλία]], Διον. Ἁλ. εἰς Δείναρχον 7· ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 780. 46, ὁ Wess. συντροφίαν.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ευστροφία]], [[πανουργία]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> (σχετικά με συγγραφείς) [[οικειότητα]], [[γνωριμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συστροφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>. Ο τ. με σημ. «[[πανουργία]], [[επιτηδειότητα]]» [[πρέπει]] ίσως να διορθωθεί σε [[ευστροφία]], ενώ με τη σημ. «[[οικειότητα]]» θα μπορούσε να θεωρηθεί εσφ. γρφ. του [[συντροφιά]]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστροφία Medium diacritics: συστροφία Low diacritics: συστροφία Capitals: ΣΥΣΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: systrophía Transliteration B: systrophia Transliteration C: systrofia Beta Code: sustrofi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A versatility, Plb.23.2.2 codd. (εὐστροφίας Reiske, συστροφῆς B.-W.).    II familiarity with an author, f.l. for συντρ-, D.H.Din. 7; also f.l. for συντρ- in D.S.30.17, LXX 3 Ma.5.32.

German (Pape)

[Seite 1045] ἡ, 1) eigtl. das Vermögen, sich hin u. her zu wenden, Gewandtheit, List, Pol. 24, 2, 2. – 2) Umgang u. Unterricht, D. Hal. iud. de Din. 7.

Greek (Liddell-Scott)

συστροφία: ἡ εὐστροφία, πολὺ τῆς τοιαύτης συστροφίας... ἀπολειπόμενον Πολύβ. 24. 2, 2· ὁ Reisk προτείνει εὐστροφίας. ΙΙ. οἰκειότης, γνωριμία, μετὰ συγγραφέων ἢ διδασκαλία, Διον. Ἁλ. εἰς Δείναρχον 7· ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 780. 46, ὁ Wess. συντροφίαν.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. ευστροφία, πανουργία
2. πιθ. (σχετικά με συγγραφείς) οικειότητα, γνωριμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστροφή + κατάλ. -ία. Ο τ. με σημ. «πανουργία, επιτηδειότητα» πρέπει ίσως να διορθωθεί σε ευστροφία, ενώ με τη σημ. «οικειότητα» θα μπορούσε να θεωρηθεί εσφ. γρφ. του συντροφιά].