τενθρηνιώδης: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br /><i>c.</i> [[τενθρηνώδης]].<br />'''Étymologie:''' [[τενθρήνη]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br /><i>c.</i> [[τενθρηνώδης]].<br />'''Étymologie:''' [[τενθρήνη]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δ. γρφ. [[τενθρηνώδης]], -ῶδες, Α [[τενθρήνιον]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σχήμα]] σφηκοφωλιάς, ο [[γεμάτος]] τρύπες<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τενθρηνιῶδες<br />πολύκενον ώς [[κηρίον]] και άραιόν». | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A honeycombed, Hp.Anat.1 (τεθρ- codd.), Democr. ap.Ael.NA12.20 (ubi θρηνῶδες), Plu.2.721f (ubi τενθρηνῶδες).
German (Pape)
[Seite 1091] ες, voll von Löchern, wie ein τενθρήνιον, auch σηραγγώδης erkl., Ael. H. A. 12, 20.
Greek (Liddell-Scott)
τενθρηνιώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων τὸ σχῆμα τενθρηνίου, ὅμοιος μὲ κηρήθραν, πολύτρητος, Ἱππ. 916. 1 (ἔνθα ἴδε τεθρ-), Δημόκρ. παρ’ Αἰλ. π. Ζ. 12. 20 (ἔνθα θρηνώδης), Πλούτ. 2. 721Ε (ἔνθα τενθρηνῶδες).- Καθ’ Ἡσύχ.: «τενθρηνῶδες· πολύκενον ὡς κηρίον καὶ ἀραιόν».
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
c. τενθρηνώδης.
Étymologie: τενθρήνη, -ωδης.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. τενθρηνώδης, -ῶδες, Α τενθρήνιον
1. αυτός που έχει το σχήμα σφηκοφωλιάς, ο γεμάτος τρύπες
2. (κατά τον Ησύχ.) «τενθρηνιῶδες
πολύκενον ώς κηρίον και άραιόν».