τριέλικτος: Difference between revisions
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui se replie <i>ou</i> s’enroule trois fois sur soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ἑλίσσω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui se replie <i>ou</i> s’enroule trois fois sur soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ἑλίσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> (συν. για [[φίδι]]) αυτός που σχηματίζει [[τρεις]] ελιγμούς, [[δηλαδή]] αυτός που έχει κουλουριαστεί [[τρεις]] φορές<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τριέλικτος]] [[ἰχνοπέδη]]» — [[βρόχος]] ή [[παγίδα]] από [[τρία]] νήματα (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) «τριέλικτοι θώρακες» — τα σανιδώματα του πλοίου (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλικτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἑλίσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>έλικτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ἑλίσσω)
A thrice coiled, ὄφις Orac. ap. Hdt.6.77; Μαιάνδρου τ. ὕδωρ AP6.110 (Leon. or Mnasalc.); τ. ἰχνοπέδαν a noose of three threads, ib.109 (Antip.); τ. νῆμα (of the Fates) ib.7.14 (Antip. Sid.); τ. θώρακες, of three 'crow's-nests' (cf. θωράκια Moschio ap.Ath.5.208e), App.Anth.3.82.9 (Archimelus).
Greek (Liddell-Scott)
τριέλικτος: -ον, (ἑλίσσω) ὁ τρεῖς ἑλιγμοὺς σχηματίζων, ὄφις Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 77· Μαιάνδρου τρ. ὕδωρ Ἀνθ. Π. 6. 110· τρ. ἰχνοπέδη, βρόχος ἢ παγὶς ἐκ τριῶν νημάτων, αὐτόθι 107· τρ. νῆμα (τῶν Μοιρῶν), αὐτόθι 7. 14· - τρ. θώρακες, ἐπὶ τῶν σανιδωμάτων πλοίου, αὐτόθι ἐν παραρτ. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se replie ou s’enroule trois fois sur soi-même.
Étymologie: τρίς, ἑλίσσω.
Greek Monolingual
-ον, Μ
1. (συν. για φίδι) αυτός που σχηματίζει τρεις ελιγμούς, δηλαδή αυτός που έχει κουλουριαστεί τρεις φορές
2. φρ. α) «τριέλικτος ἰχνοπέδη» — βρόχος ή παγίδα από τρία νήματα (Ανθ. Παλ.)
β) «τριέλικτοι θώρακες» — τα σανιδώματα του πλοίου (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ἑλικτός (< ἑλίσσω), πρβλ. πολυ-έλικτος].