τραχύτητα: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(41)
(No difference)

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Greek Monolingual

η / τραχύτης, -ητος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τραχυτής, -ῆτος, Α τραχύς
1. ανωμαλία επιφάνειας («διὰ τὴν τῆς χώρας τραχύτητα», Ξεν.)
2. μτφ. α) βαναυσότητα, αγριότητατραχύτης βλέμματος», Πλούτ.)
β) (για φωνή) βραχνάδα
νεοελλ.
1. σκληρότητα, σκληράδα
2. φρ. «τραχύτητα τών φύλλων»
(φυτοπαθολ.) σύμπτωμα κατά το οποίο οι γύρω από τις νευρώσεις του φύλλου περιοχές καθιζάνουν, ενώ οι περιοχές του φύλλου μεταξύ τών νευρώσεων διογκώνονται, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εσοχές και εξοχές που προσδίδουν τραχύτητα στο φύλλο
μσν.-αρχ.
οξύτητα («τὴν ἀπὸ τοῡ πρίονος τραχύτητα», Γεωπ.).