ὑπερίστωρ: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui sait trop bien, qui ne sait que trop, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἵστωρ]]. | |btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui sait trop bien, qui ne sait que trop, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἵστωρ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που γνωρίζει [[κάτι]] πολύ καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἴστωρ]] «αυτός που γνωρίζει καλά, [[έμπειρος]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ,
A knowing but too well, c. gen., S.El.850 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1197] ορος, ὁ, ἡ, mehr als zu Viel wissend, nur zu gut wissend, τινός, Soph. El. 840.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερίστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων πολὺ καλῶς, μετὰ γεν., Σοφ. Ἠλ. 850.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui sait trop bien, qui ne sait que trop, gén..
Étymologie: ὑπέρ, ἵστωρ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που γνωρίζει κάτι πολύ καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἴστωρ «αυτός που γνωρίζει καλά, έμπειρος»].