ὑπομνηματίζομαι: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=consigner dans des notes, dans des mémoires, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπόμνημα]]. | |btext=consigner dans des notes, dans des mémoires, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπόμνημα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[υπομνηματίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
Med.,
A note down for remembrance, make a memorandum of, τι Plu.2.120d, etc. 2 write memoirs or annals, Plb.5.33.5; ὑ. τὰς Ἀλεξάνδρου πράξεις Str.2.1.9:—Pass., to be recorded, ἐν ᾧ ὑπεμνημάτιστο τάδε LXX 1 Es.6.22(23); so freq. in Pap., ἀξιοῦσιν -ισθῆναι τὴν ἔντευξιν αὐτῶν PHamb.29.15 (i A. D.), cf. PRyl. 77.46 (ii A. D.), etc. b write a treatise, ὑ. τι περὶ ὕψους Longin.1.2; treat of a subject, Demetr.Lac.Herc.1055.23. 3 explain, interpret, οἱ ὑπομνηματισάμενοι commentators, A.D.Synt.156.12, Sch.S. OC390: so in Act., ὁ τὴν Ὀδύσσειαν -ίζων, ὁ Ὅμηρον -ίσας, St.Byz. s. vv. Δωδώνη, Ἐρυθραί, cf. Syrian. in Hermog.1.1 R.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομνημᾰτίζομαι: μέσ., σημειοῦμαί τι χάριν μνείας, ἀναγράφω τι εἰς σημειωματάριον, τι Πλούτ. 2. 120Ε, κλπ.· ὑπ. περί τινος Λογγῖν. 1. 2, κλπ.· - γράφω σημειώσεις ἀπὸ μνήμης ἢ χρονικά, Πολύβ. 5. 33, 5· ὑπ. τὰς πράξεις Στράβ. 70· - ὁ ὑπερσυντέλικ. ἐπί παθ. σημασίας, ἐν ᾧ ὑπεμνημάτιστο ταῦτα Ἑβδ. (Ἔσδρ. ϛʹ, 22). 2) ἑρμηνεύω, σχολιάζω, Φιλόξενος ὁ τὴν Ὀδύσσειαν ὑπομνηματίζων Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Δωδώνη· οἱ ὑπομνηματισάμενοι, οἱ ἑρμηνευταί, σχολιασταί, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 158.
French (Bailly abrégé)
consigner dans des notes, dans des mémoires, acc..
Étymologie: ὑπόμνημα.
Greek Monolingual
Α
βλ. υπομνηματίζω.