ὑποτροπή: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(Bailly1_5)
(44)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> retour, <i>particul.</i> retour périodique, accès;<br /><b>2</b> retraite.<br />'''Étymologie:''' ὑποτρέπω.
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> retour, <i>particul.</i> retour périodique, accès;<br /><b>2</b> retraite.<br />'''Étymologie:''' ὑποτρέπω.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ὑποτροπή]], ΝΑ<br />(για νόσο) [[επανεμφάνιση]] στη [[διάρκεια]] της ανάρρωσης ή [[μετά]] από πλήρη ή φαινομενική [[ίαση]] (α. «με τόσα αντιβιοτικά αποκλείεται η [[υποτροπή]]» β. «ὑποτροπὴ τῶν [[ἔμπροσθεν]] νοσημάτων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να υποπίπτει [[κανείς]] στο ίδιο [[παράπτωμα]]<br /><b>2.</b> (ποιν. δίκ.) η [[μετά]] από προηγούμενη [[καταδίκη]], για ένα ή περισσότερα εγκλήματα, εκ νέου [[διάπραξη]] αξιόποινης πράξης από το ίδιο [[πρόσωπο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εναλλαγή]], [[διαδοχή]] [[εναλλάξ]] («ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὺωνύμῳ κέρατι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτροπή Medium diacritics: ὑποτροπή Low diacritics: υποτροπή Capitals: ΥΠΟΤΡΟΠΗ
Transliteration A: hypotropḗ Transliteration B: hypotropē Transliteration C: ypotropi Beta Code: u(potroph/

English (LSJ)

ἡ,

   A a turning back, repulse, Plu. Alex.32.    II relapse, recurrence, Id.2.565d; τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Id.Luc.7; cf.Hp. ap. Gal.19.150 (defined as οὐ μόνον ἡ ὑποστροφὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐναλλὰξ μεταβολή).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτροπή: ἡ, ἡ παραλλὰξ τοῦ ἡττᾶσθαι καὶ νικᾶν διαδοχή, ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι κατὰ Παρμενίωνα Πλουτ. Ἀλ. 32, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 424). ΙΙ. ἐπιστροφή, ἐπάνοδος, ὑπ. τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Πλάτ. Λούκουλλ. 7, κ. ἀλλ.· ἴδε Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 584.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 retour, particul. retour périodique, accès;
2 retraite.
Étymologie: ὑποτρέπω.

Greek Monolingual

η / ὑποτροπή, ΝΑ
(για νόσο) επανεμφάνιση στη διάρκεια της ανάρρωσης ή μετά από πλήρη ή φαινομενική ίαση (α. «με τόσα αντιβιοτικά αποκλείεται η υποτροπή» β. «ὑποτροπὴ τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. το να υποπίπτει κανείς στο ίδιο παράπτωμα
2. (ποιν. δίκ.) η μετά από προηγούμενη καταδίκη, για ένα ή περισσότερα εγκλήματα, εκ νέου διάπραξη αξιόποινης πράξης από το ίδιο πρόσωπο
αρχ.
εναλλαγή, διαδοχή εναλλάξ («ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὺωνύμῳ κέρατι», Πλούτ.).