φθισίμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui consume <i>ou</i> fait périr les mortels.<br />'''Étymologie:''' [[φθίω]], [[βροτός]].
|btext=ος, ον :<br />qui consume <i>ou</i> fait périr les mortels.<br />'''Étymologie:''' [[φθίω]], [[βροτός]].
}}
{{grml
|mltxt=και φθισίβροτος, -ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) αυτός που εξολοθρεύει τους βροτούς, τους ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> -(<i>μ</i>)<i>βροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]»). Ο τ. [[αντί]] του αναμενόμενου <i>φθεισί</i>-<i>μβροτος</i>, σχηματισμένου από την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[φθίνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[φθίνω]]), όπως τα σύνθ. με <i>δεξι</i>-, <i>κλεψι</i>-, <i>τερψι</i>-κ.λπ.].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθῑσίμβροτος Medium diacritics: φθισίμβροτος Low diacritics: φθισίμβροτος Capitals: ΦΘΙΣΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: phthisímbrotos Transliteration B: phthisimbrotos Transliteration C: fthisimvrotos Beta Code: fqisi/mbrotos

English (LSJ)

ον, (φθίω, βροτός)

   A destroying or killing men, μάχη, αἰγίς, Il.13.339, Od.22.297; φθῑσῐβρ- in Epigr. ap. Plu.Lys.22 (sed φθερσῐβρ- (q. v.) ap.Paus.3.8.9). [ῑ perh. metri gr., unless φθεισ- shd. be read.]

German (Pape)

[Seite 1271] Menschen verderbend, tödtend, Il. 13, 339 Od. 22, 297.

Greek (Liddell-Scott)

φθῐσίμβροτος: -ον, (φθίω, βροτὸς) ἀντὶ φθισίβροτος, ὁ καταστρέφων ἤ φονεύων βροτούς, Ἰλ. Ν. 339, Ὀδ. Χ. 297, πρβλ. φθερσίβροτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui consume ou fait périr les mortels.
Étymologie: φθίω, βροτός.

Greek Monolingual

και φθισίβροτος, -ον, Α
(επικ. τ.) αυτός που εξολοθρεύει τους βροτούς, τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < φθίνω + -(μ)βροτος (< βροτός «θνητός»). Ο τ. αντί του αναμενόμενου φθεισί-μβροτος, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα της ρίζας του ρ. φθίνω (βλ. λ. φθίνω), όπως τα σύνθ. με δεξι-, κλεψι-, τερψι-κ.λπ.].