φιλιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(6_6)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλιάζω''': εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] φίλος, τινὶ Ἑβδ. (Σειρὰχ. ΛΖ΄, 1, κ. ἀλλ.)· εἴς τινα μνημονεύεται ἐκ τοῦ Achmes.
|lstext='''φῐλιάζω''': εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] φίλος, τινὶ Ἑβδ. (Σειρὰχ. ΛΖ΄, 1, κ. ἀλλ.)· εἴς τινα μνημονεύεται ἐκ τοῦ Achmes.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[φιλία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> συμφιλιώνομαι, [[φιλιώνω]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[συνταιριάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[φίλος]] κάποιου<br /><b>2.</b> (το θηλ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως κύριο όν.) <i>Φιλιάζουσαι</i><br />[[τίτλος]] μίμου του Ηρώνδα.
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλιάζω Medium diacritics: φιλιάζω Low diacritics: φιλιάζω Capitals: ΦΙΛΙΑΖΩ
Transliteration A: philiázō Transliteration B: philiazō Transliteration C: filiazo Beta Code: filia/zw

English (LSJ)

   A to be a friend, τινι LXX 2 Ch.20.37, BGU1141.18 (i B. C.), Olymp. Hist.p.470 D.; φιλιάζουσαι, title of mime by Herodas.

German (Pape)

[Seite 1278] Jemandes Freund sein, werden, τινί, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλιάζω: εἶμαι ἢ γίνομαι φίλος, τινὶ Ἑβδ. (Σειρὰχ. ΛΖ΄, 1, κ. ἀλλ.)· εἴς τινα μνημονεύεται ἐκ τοῦ Achmes.

Greek Monolingual

ΝΑ φιλία
νεοελλ.
1. (αμτβ.) συμφιλιώνομαι, φιλιώνω
2. (μτβ.) συνταιριάζω
αρχ.
1. είμαι ή γίνομαι φίλος κάποιου
2. (το θηλ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως κύριο όν.) Φιλιάζουσαι
τίτλος μίμου του Ηρώνδα.