φθινώδης: Difference between revisions

From LSJ

πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> atteint de consomption;<br /><b>2</b> qui consume <i>en parl. de maladie</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φθίνω]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> atteint de consomption;<br /><b>2</b> qui consume <i>en parl. de maladie</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φθίνω]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α<br /><b>1.</b> [[φθισικός]], [[φυματικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φθινῶδες</i><br />η [[κατάσταση]] του φυματικού<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φθινώδης]] [[νόσος]]» — η [[φυματίωση]] (<b>Παυσ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φθινωδῶς</i> Α<br />σε [[κατάσταση]] φυματίωσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθῐν</i>- του ρ. [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθῐνώδης Medium diacritics: φθινώδης Low diacritics: φθινώδης Capitals: ΦΘΙΝΩΔΗΣ
Transliteration A: phthinṓdēs Transliteration B: phthinōdēs Transliteration C: fthinodis Beta Code: fqinw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A consumptive, οἱ φ. Hp.Aph.4.8, etc.; τὸ φ. a consumptive habit, Id.Epid.1.2; φ. διάθεσις, νόσος, Androm. ap. Gal.13.18, Gal.17 (1).62; τὰ φ. πάθη Id.6.775, Paus.10.2.4. Adv. -δῶς Gal.17(1).61, al.

German (Pape)

[Seite 1271] ες, von der Art der Auszehrung, Schwindsucht, die Auszehrung anzeigend, an der Auszehrung leidend, ihr unterworfen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

φθῐνώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐκ τῆς φθίσεως πάσχων, φθισικός, οἱ φθινώδεες Ἱππ. Ἀφορ. 1249, κλπ.· τὸ φθινῶδες, ἡ τοῦ φθισικοῦ κατάστασις, ὁ αὐτ.· φθ. νόσος Παυσ. 10. 2, 4, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 atteint de consomption;
2 qui consume en parl. de maladie.
Étymologie: φθίνω, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α
1. φθισικός, φυματικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φθινῶδες
η κατάσταση του φυματικού
3. φρ. «φθινώδης νόσος» — η φυματίωση (Παυσ.).
επίρρ...
φθινωδῶς Α
σε κατάσταση φυματίωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν- του ρ. φθίνω + κατάλ. -ώδης].