φόρετρον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φόρετρον''': τό, [[κόμιστρον]], μισθὸς ἀχθοφόρου, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 133. | |lstext='''φόρετρον''': τό, [[κόμιστρον]], μισθὸς ἀχθοφόρου, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 133. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[φόρεθρον]] και [[φόλετρον]] και [[φόλλετρον]], τὸ, Α<br />[[αμοιβή]] που δίνεται για [[μεταφορά]] φορτίων, [[κόμιστρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[φέρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ε</i>-<i>τρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θέρ</i>-<i>ε</i>-<i>τρον</i>). Ο τ. [[φόρεθρον]] με [[επίθημα]] -<i>θρον</i>, ενώ οι τ. [[φόλετρον]], <i>φόλλε</i>-<i>τρον</i> με [[ανομοίωση]] του -<i>ρ</i>- σε -<i>λ</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A expenses of transport, PCair.Zen.13.2 (iii B. C.), Wilcken Chr.30i7 (iii/ii B. C.), Ostr.Bodl. ii 14 (ii/i B. C.), Poll.7.133, etc.; also φόρεθρον, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1299] τό, Trägerlohn, Poll. 133.
Greek (Liddell-Scott)
φόρετρον: τό, κόμιστρον, μισθὸς ἀχθοφόρου, Πολυδ. Ζϳ, 133.
Greek Monolingual
και φόρεθρον και φόλετρον και φόλλετρον, τὸ, Α
αμοιβή που δίνεται για μεταφορά φορτίων, κόμιστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + επίθημα -ε-τρον (πρβλ. θέρ-ε-τρον). Ο τ. φόρεθρον με επίθημα -θρον, ενώ οι τ. φόλετρον, φόλλε-τρον με ανομοίωση του -ρ- σε -λ-].