φρόντισμα: Difference between revisions
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />objet de méditation, sujet de préoccupation <i>ou</i> de sollicitude.<br />'''Étymologie:''' [[φροντίζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />objet de méditation, sujet de préoccupation <i>ou</i> de sollicitude.<br />'''Étymologie:''' [[φροντίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ [[φροντίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φροντίδα]], [[μέριμνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επινόημα]], [[σκέψη]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ φροντίσματα</i><br />οι προμελετημένοι λόγοι. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is thought out, thought, invention, Ar.Nu.155, Luc.Bis Acc.34, etc.; τὰ φ. premeditated speeches, Philostr.VS1 Prooem.; of a literary work, ib.1.18.4, al. II = φροντίς 111.2, PLond.5.1648.12 (iv A. D.), Lyd.Mag.1.50, al., Cod.Just.12.60.7.9, Just.Nov.8Ed.1.
German (Pape)
[Seite 1309] τό, das Ausgesonnene, Erdachte, bes. das sein Ausstudirte, Ar. Nubb. 155, ein Gegenstand des Nachdenkens od. Forschens; τὰ φροντίσματα, ausgearbeitete Reden, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
φρόντισμα: τό, ὅ,τι σκέπτεταί τις, σκέψις, ἐπίνοια, Ἀριστοφ. Νεφ. 155, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 34, κλπ.· τὰ φροντίσματα, λόγοι προμεμελετημένοι Φιλοστρ. 482· ― ὡσαύτως φροντισμός, ὁ, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet de méditation, sujet de préoccupation ou de sollicitude.
Étymologie: φροντίζω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ φροντίζω
νεοελλ.
φροντίδα, μέριμνα
αρχ.
1. επινόημα, σκέψη
2. στον πληθ. τὰ φροντίσματα
οι προμελετημένοι λόγοι.