φυλακίτης: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(6_3) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῠλακίτης''': [ῑ], -ου, ὁ φυλακισμένος, [[δεσμώτης]], Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. 4896c. 7, Ἀποστ. Διαταγ. 4, 2. | |lstext='''φῠλακίτης''': [ῑ], -ου, ὁ φυλακισμένος, [[δεσμώτης]], Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. 4896c. 7, Ἀποστ. Διαταγ. 4, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[φυλακισμένος]], κλεισμένος στη [[φυλακή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στην Αίγυπτο) όργανο της τάξης, [[αστυνομικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύλαξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A police official in Egypt, PSI4.359.8 (iii B. C.), PTeb.22.9 (ii B. C.), OGI85.4 (iii B. C.), 139.6 (ii B. C.); in Syria, ib.238.2.
German (Pape)
[Seite 1313] ὁ, der Gefangene, Nicet.
Greek (Liddell-Scott)
φῠλακίτης: [ῑ], -ου, ὁ φυλακισμένος, δεσμώτης, Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. 4896c. 7, Ἀποστ. Διαταγ. 4, 2.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
φυλακισμένος, κλεισμένος στη φυλακή
αρχ.
(στην Αίγυπτο) όργανο της τάξης, αστυνομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, -ακος + κατάλ. -ίτης].