φυγόπολις: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(6_12) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῠγόπολις''': -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ φεύγων ἔκ τινος πόλεως, Ἐτυμολ. Μέγ. 668, 51. 328, 54. | |lstext='''φῠγόπολις''': -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ φεύγων ἔκ τινος πόλεως, Ἐτυμολ. Μέγ. 668, 51. 328, 54. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ποιητ. τ. [[φυγόπτολις]], -ι, Α<br />αυτός που φεύγει από την [[πόλη]] του, από την [[πατρίδα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φυγο</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- του αορ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[φεύγω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πολις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] / [[πτόλις]]), <b>πρβλ.</b> <i>μισό</i>-<i>πολις</i>, <i>φιλό</i>-<i>πολις</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,
A fleeing from a city, EM328.54.
German (Pape)
[Seite 1312] die Stadt fliehend, meidend, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγόπολις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ φεύγων ἔκ τινος πόλεως, Ἐτυμολ. Μέγ. 668, 51. 328, 54.
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. φυγόπτολις, -ι, Α
αυτός που φεύγει από την πόλη του, από την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + -πολις (< πόλις / πτόλις), πρβλ. μισό-πολις, φιλό-πολις].