χαμαίστρωτος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(6_16)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμαίστρωτος''': -ον, [[χαμαὶ]] ἐξηπλωμένος, [[νέκυς]] Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 460Β· χαμαίστρωτα, στρωμναὶ κατὰ γῆς, Φίλων 2. 482.
|lstext='''χᾰμαίστρωτος''': -ον, [[χαμαὶ]] ἐξηπλωμένος, [[νέκυς]] Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 460Β· χαμαίστρωτα, στρωμναὶ κατὰ γῆς, Φίλων 2. 482.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />στρωμένος [[καταγής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[χαμαίστρωτος]]<br />[[χαμαιστρωσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρωτός]]), <b>πρβλ.</b> <i>δύ</i>-<i>στρωτος</i>, <i>πορφυρό</i>-<i>στρωτος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίστρωτος Medium diacritics: χαμαίστρωτος Low diacritics: χαμαίστρωτος Capitals: ΧΑΜΑΙΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: chamaístrōtos Transliteration B: chamaistrōtos Transliteration C: chamaistrotos Beta Code: xamai/strwtos

English (LSJ)

ον,

   A strewed or stretched on the ground, νέκυς alcmaeonis 2p.76K.; χαμαίστρωτα beds on the floor, Ph.2.482.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίστρωτος: -ον, χαμαὶ ἐξηπλωμένος, νέκυς Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 460Β· χαμαίστρωτα, στρωμναὶ κατὰ γῆς, Φίλων 2. 482.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
στρωμένος καταγής
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. χαμαίστρωτος
χαμαιστρωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -στρωτος (< στρωτός), πρβλ. δύ-στρωτος, πορφυρό-στρωτος].