χαλκεόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
(6_16)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκεόθῡμος''': -ον, = [[χαλκεοκάρδιος]], τοὺς ᾤκτειρεν ἰδών, εἰ καὶ [[μάλα]] [[χαλκεόθυμος]] Τζέτζ. Ὅμ. 325.
|lstext='''χαλκεόθῡμος''': -ον, = [[χαλκεοκάρδιος]], τοὺς ᾤκτειρεν ἰδών, εἰ καὶ [[μάλα]] [[χαλκεόθυμος]] Τζέτζ. Ὅμ. 325.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει χάλκινη [[ψυχή]], σταθερό, ακλόνητο [[φρόνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκεο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>χαλκ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]], [[φρόνημα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἀγριό</i>-<i>θυμος</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεόθῡμος Medium diacritics: χαλκεόθυμος Low diacritics: χαλκεόθυμος Capitals: ΧΑΛΚΕΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: chalkeóthymos Transliteration B: chalkeothymos Transliteration C: chalkeothymos Beta Code: xalkeo/qumos

English (LSJ)

ον,

   A = χαλκεοκάρδιος, Polem.Cyn.41.

German (Pape)

[Seite 1329] mit ehernem, unerschütterlichem Muthe, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεόθῡμος: -ον, = χαλκεοκάρδιος, τοὺς ᾤκτειρεν ἰδών, εἰ καὶ μάλα χαλκεόθυμος Τζέτζ. Ὅμ. 325.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει χάλκινη ψυχή, σταθερό, ακλόνητο φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + θυμός «ψυχή, φρόνημα» (πρβλ. ἀγριό-θυμος)].