χειρόπους: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6_14)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, πρβλ. [[χειροπόδης]].
|lstext='''χειρόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, πρβλ. [[χειροπόδης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br /><b>βλ.</b> [[χιρόπους]].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόπους Medium diacritics: χειρόπους Low diacritics: χειρόπους Capitals: ΧΕΙΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: cheirópous Transliteration B: cheiropous Transliteration C: cheiropous Beta Code: xeiro/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, χειρόπουν, τό, gen. -ποδος,

   A = χειροπόδης, Poll.2.152.

German (Pape)

[Seite 1346] ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. -ποδος, aufgesprungene od. aufgeborstene Füße habend, οἱ τοὺς πόδας κατεῤῥηγμένοι, Poll. 2, 152; Hesych. Vgl. χειροπόδης.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, πρβλ. χειροπόδης.

Greek Monolingual

-ουν, Α
βλ. χιρόπους.