χιασμός: Difference between revisions
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />disposition en croix, <i>particul.</i><br /><b>1</b> <i>t. de rhét.</i> chiasme;<br /><b>2</b> <i>t. de méd.</i> incision en croix.<br />'''Étymologie:''' [[χιάζω]]². | |btext=οῦ (ὁ) :<br />disposition en croix, <i>particul.</i><br /><b>1</b> <i>t. de rhét.</i> chiasme;<br /><b>2</b> <i>t. de méd.</i> incision en croix.<br />'''Étymologie:''' [[χιάζω]]². | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. [[χιεσμός]] Α [[[χιάζω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[χίασμα]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> το χιαστό [[σχήμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> ή σε [[σχήμα]] Χ [[διασταύρωση]] ορισμένων ανατομικών στοιχείων<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> το χιαστό [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[χιασμός]] πυραμίδων»<br /><b>ανατ.</b> [[διασταύρωση]] τών ινών τών πυραμιδικών νευρικών [[οδών]] στο όριο του προμήκους και του νωτιαίου μυελού. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A placing crosswise, diagonal arrangement, esp. of the clauses of a period, so that the 1st corresponds with the 4th, and the 2nd with the 3rd, Hermog.Inv.4.3; κατὰ χιασμόν Sch.Isoc.12.47. 2 cruciform incision, Antyll. ap. Orib.44.20.32 (-εσμός codd., and so of a noose, Heraclas ap. eund.48.9.2; of a bandage, Heliod. ap. eund. 48.65 tit.). 3 decussation, σκιῶν Cleom.1.9, cf. Nicom.Ar.1.19 (pl.); of nerves, Aret.SD1.7. 4 cancellation of a document, PMasp.151.292 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 1355] ὁ, das Bezeichnen mit einem χ, – das Kreuzweisstellen, -legen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χῑασμός: ὁ, διάταξις χιοειδής, μάλιστα τῶν προτάσεων περιόδου, ὥστε ἡ α΄ νὰ ἀντιστοιχῇ πρὸς τὴν δ΄ καὶ ἡ β΄ πρὸς τὴν γ΄, Ρήτορες (Waltz) τ. 3. σ. 157, Σχόλ. εἰς Ἰσοκρ. σ. 124 Ὀξ., πρβλ. Λατ. decusis (ἐπειδὴ τὸ Χ= decem, decusso. 2) χιοειδὴς ἐντομὴ ἐν τῇ χειρουργικῇ, Ἀρχ. Χειρουργ. 125.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
disposition en croix, particul.
1 t. de rhét. chiasme;
2 t. de méd. incision en croix.
Étymologie: χιάζω².
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. χιεσμός Α [[[χιάζω]] (Ι)]
1. χίασμα
2. γραμμ. το χιαστό σχήμα
νεοελλ.
1. ανατ. ή σε σχήμα Χ διασταύρωση ορισμένων ανατομικών στοιχείων
2. γραμμ. το χιαστό σχήμα
3. φρ. «χιασμός πυραμίδων»
ανατ. διασταύρωση τών ινών τών πυραμιδικών νευρικών οδών στο όριο του προμήκους και του νωτιαίου μυελού.