ψόμμος: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀκαθαρσία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη λ. [[ψόλος]] (Ι) και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ψάμμος]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[ψάμμος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀκαθαρσία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη λ. [[ψόλος]] (Ι) και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά [[προς]] τη λ. [[ψάμμος]].
————————  
<b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[ψάμμος]].
}}
}}

Revision as of 10:21, 2 December 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψόμμος Medium diacritics: ψόμμος Low diacritics: ψόμμος Capitals: ΨΟΜΜΟΣ
Transliteration A: psómmos Transliteration B: psommos Transliteration C: psommos Beta Code: yo/mmos

English (LSJ)

ἀκαθαρσία, καπνός, Hsch.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀκαθαρσία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόλος (Ι) και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς τη λ. ψάμμος. ———————— (II)
ὁ, Α
(αιολ. τ.) βλ. ψάμμος.