Θεσσαλιῶτις: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
(17)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Θεσσαλιῶτις]], -ώτιδος, ἡ (Α)<br />μια από τις [[τέσσερεις]] περιοχές της Θεσσαλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του αμάρτυρου αρχ. ελλ. τ. <i>θεσσαλιώτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θεσσαλός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[ηλιώτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ήλιος]]), [[στρατιώτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[στρατός]])].
|mltxt=[[Θεσσαλιῶτις]], -ώτιδος, ἡ (Α)<br />μια από τις [[τέσσερεις]] περιοχές της Θεσσαλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του αμάρτυρου αρχ. ελλ. τ. <i>θεσσαλιώτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θεσσαλός</i>), πρβλ. [[ηλιώτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ήλιος]]), [[στρατιώτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[στρατός]])].
}}
}}

Revision as of 11:00, 19 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θεσσαλιῶτις Medium diacritics: Θεσσαλιῶτις Low diacritics: Θεσσαλιώτις Capitals: ΘΕΣΣΑΛΙΩΤΙΣ
Transliteration A: Thessaliō̂tis Transliteration B: Thessaliōtis Transliteration C: THessaliotis Beta Code: *qessaliw=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, one of the four districts of Thessaly, Hellanic. 52J., Hdt.1.57, Str.9.5.3.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
Thessaliotide, partie de la Thessalie.
Étymologie: Θεσσαλία.

Greek Monolingual

Θεσσαλιῶτις, -ώτιδος, ἡ (Α)
μια από τις τέσσερεις περιοχές της Θεσσαλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του αμάρτυρου αρχ. ελλ. τ. θεσσαλιώτης (< θεσσαλός), πρβλ. ηλιώτης (< ήλιος), στρατιώτης (< στρατός)].