άλφιτον: Difference between revisions
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
(3) |
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄλφιτον]], το (Α)<br />(στον ενικό μόνο στον Όμηρο)<br /><b>1.</b> ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο [[κριθάρι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀλφίτου [[ἀκτίς]]», [[κριθάλευρο]]<br />([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>τὰ ἄλφιτα</i><br /><b>3.</b> χονδροκομμένο [[αλεύρι]], πληγούρι (σε [[αντίθεση]] με τα [[ἀλείατα]]), με το οποίο συνήθιζαν να πασπαλίζουν τα ψητά κρέατα και [[κυρίως]] τών σφαγίων που πρόσφεραν ως [[θυσία]] στους θεούς<br /><b>4.</b> [[είδος]] ποτού που παρασκευαζόταν από το [[αλεύρι]] αυτό (<b> | |mltxt=[[ἄλφιτον]], το (Α)<br />(στον ενικό μόνο στον Όμηρο)<br /><b>1.</b> ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο [[κριθάρι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀλφίτου [[ἀκτίς]]», [[κριθάλευρο]]<br />([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>τὰ ἄλφιτα</i><br /><b>3.</b> χονδροκομμένο [[αλεύρι]], πληγούρι (σε [[αντίθεση]] με τα [[ἀλείατα]]), με το οποίο συνήθιζαν να πασπαλίζουν τα ψητά κρέατα και [[κυρίως]] τών σφαγίων που πρόσφεραν ως [[θυσία]] στους θεούς<br /><b>4.</b> [[είδος]] ποτού που παρασκευαζόταν από το [[αλεύρι]] αυτό (<b>πρβλ.</b> την μπίρα)<br /><b>5.</b> [[κάθε]] [[είδος]] χοντρού αλευριού ή χόνδρου από καρπούς ή όσπρια<br /><b>6.</b> ο [[άρτος]] ο [[επιούσιος]], το [[ψωμί]] του σπιτιού, το καθημερινό [[ψωμί]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ἐπ’ ἀλφίτου [[πίνω]]», ή «ἄλφιτα [[πίνω]]» [[πίνω]] [[κρασί]] που περιέχει χόνδρους από [[κριθάρι]]<br /><b>8.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο [[αλφίτεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄλφιτα</i>, πληθ. της λ. [[ἄλφι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλφιτεύς]], [[ἀλφιτηρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλφιταμοιβός]], [[ἀλφιτοπώλης]], [[ἀλφιτοσκόπος]], [[ἀλφιτοφάγος]], [[ἀλφιτόχρως]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀλφιτοποιός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:42, 22 December 2018
Greek Monolingual
ἄλφιτον, το (Α)
(στον ενικό μόνο στον Όμηρο)
1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι
2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο
(συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα
3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα), με το οποίο συνήθιζαν να πασπαλίζουν τα ψητά κρέατα και κυρίως τών σφαγίων που πρόσφεραν ως θυσία στους θεούς
4. είδος ποτού που παρασκευαζόταν από το αλεύρι αυτό (πρβλ. την μπίρα)
5. κάθε είδος χοντρού αλευριού ή χόνδρου από καρπούς ή όσπρια
6. ο άρτος ο επιούσιος, το ψωμί του σπιτιού, το καθημερινό ψωμί
7. φρ. «ἐπ’ ἀλφίτου πίνω», ή «ἄλφιτα πίνω» πίνω κρασί που περιέχει χόνδρους από κριθάρι
8. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο αλφίτεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτα, πληθ. της λ. ἄλφι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτεύς, ἀλφιτηρός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλφιταμοιβός, ἀλφιτοπώλης, ἀλφιτοσκόπος, ἀλφιτοφάγος, ἀλφιτόχρως
αρχ.-μσν.
ἀλφιτοποιός.