Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άλφιτον: Difference between revisions

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
(3)
 
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄλφιτον]], το (Α)<br />(στον ενικό μόνο στον Όμηρο)<br /><b>1.</b> ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο [[κριθάρι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀλφίτου [[ἀκτίς]]», [[κριθάλευρο]]<br />([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>τὰ ἄλφιτα</i><br /><b>3.</b> χονδροκομμένο [[αλεύρι]], πληγούρι (σε [[αντίθεση]] με τα [[ἀλείατα]]), με το οποίο συνήθιζαν να πασπαλίζουν τα ψητά κρέατα και [[κυρίως]] τών σφαγίων που πρόσφεραν ως [[θυσία]] στους θεούς<br /><b>4.</b> [[είδος]] ποτού που παρασκευαζόταν από το [[αλεύρι]] αυτό (<b>[[πρβλ]].</b> την μπίρα)<br /><b>5.</b> [[κάθε]] [[είδος]] χοντρού αλευριού ή χόνδρου από καρπούς ή όσπρια<br /><b>6.</b> ο [[άρτος]] ο [[επιούσιος]], το [[ψωμί]] του σπιτιού, το καθημερινό [[ψωμί]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ἐπ’ ἀλφίτου [[πίνω]]», ή «ἄλφιτα [[πίνω]]» [[πίνω]] [[κρασί]] που περιέχει χόνδρους από [[κριθάρι]]<br /><b>8.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο [[αλφίτεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄλφιτα</i>, πληθ. της λ. [[ἄλφι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλφιτεύς]], [[ἀλφιτηρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλφιταμοιβός]], [[ἀλφιτοπώλης]], [[ἀλφιτοσκόπος]], [[ἀλφιτοφάγος]], [[ἀλφιτόχρως]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀλφιτοποιός]].
|mltxt=[[ἄλφιτον]], το (Α)<br />(στον ενικό μόνο στον Όμηρο)<br /><b>1.</b> ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο [[κριθάρι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀλφίτου [[ἀκτίς]]», [[κριθάλευρο]]<br />([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>τὰ ἄλφιτα</i><br /><b>3.</b> χονδροκομμένο [[αλεύρι]], πληγούρι (σε [[αντίθεση]] με τα [[ἀλείατα]]), με το οποίο συνήθιζαν να πασπαλίζουν τα ψητά κρέατα και [[κυρίως]] τών σφαγίων που πρόσφεραν ως [[θυσία]] στους θεούς<br /><b>4.</b> [[είδος]] ποτού που παρασκευαζόταν από το [[αλεύρι]] αυτό (<b>πρβλ.</b> την μπίρα)<br /><b>5.</b> [[κάθε]] [[είδος]] χοντρού αλευριού ή χόνδρου από καρπούς ή όσπρια<br /><b>6.</b> ο [[άρτος]] ο [[επιούσιος]], το [[ψωμί]] του σπιτιού, το καθημερινό [[ψωμί]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ἐπ’ ἀλφίτου [[πίνω]]», ή «ἄλφιτα [[πίνω]]» [[πίνω]] [[κρασί]] που περιέχει χόνδρους από [[κριθάρι]]<br /><b>8.</b> στη Μυκηναϊκή η [[λέξη]] μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο [[αλφίτεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄλφιτα</i>, πληθ. της λ. [[ἄλφι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλφιτεύς]], [[ἀλφιτηρός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλφιταμοιβός]], [[ἀλφιτοπώλης]], [[ἀλφιτοσκόπος]], [[ἀλφιτοφάγος]], [[ἀλφιτόχρως]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀλφιτοποιός]].
}}
}}

Revision as of 20:42, 22 December 2018

Greek Monolingual

ἄλφιτον, το (Α)
(στον ενικό μόνο στον Όμηρο)
1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι
2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο
(συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα
3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα), με το οποίο συνήθιζαν να πασπαλίζουν τα ψητά κρέατα και κυρίως τών σφαγίων που πρόσφεραν ως θυσία στους θεούς
4. είδος ποτού που παρασκευαζόταν από το αλεύρι αυτό (πρβλ. την μπίρα)
5. κάθε είδος χοντρού αλευριού ή χόνδρου από καρπούς ή όσπρια
6. ο άρτος ο επιούσιος, το ψωμί του σπιτιού, το καθημερινό ψωμί
7. φρ. «ἐπ’ ἀλφίτου πίνω», ή «ἄλφιτα πίνω» πίνω κρασί που περιέχει χόνδρους από κριθάρι
8. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο αλφίτεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτα, πληθ. της λ. ἄλφι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτεύς, ἀλφιτηρός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλφιταμοιβός, ἀλφιτοπώλης, ἀλφιτοσκόπος, ἀλφιτοφάγος, ἀλφιτόχρως
αρχ.-μσν.
ἀλφιτοποιός.