ίδος: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἶδος]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[ιδρώτας]]<br /><b>2.</b> [[θερμότητα]]<br /><b>3.</b> [[καύσωνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι γλώσσες του Ησυχίου [[εἶδος]]<br /><i>καῡμα</i> και <i>ἠεῑδος</i><br /><i>πνῑγος</i> οδηγούν στην [[αναγωγή]] της λ. σε IE <i>sweidos</i>- «[[ιδρώτας]]» &GT; <i>Fεῑδος</i> &GT; <i>ἷδος</i>, με ιωτακισμό κατ' [[επίδραση]] του συγγενούς σημασιολογικά τ. [[ἱδρώς]], απ' όπου ο τ. [[ἶδος]], με ιωνική [[ψίλωση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἰδίω]])].
|mltxt=[[ἶδος]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[ιδρώτας]]<br /><b>2.</b> [[θερμότητα]]<br /><b>3.</b> [[καύσωνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι γλώσσες του Ησυχίου [[εἶδος]]<br /><i>καῡμα</i> και <i>ἠεῑδος</i><br /><i>πνῑγος</i> οδηγούν στην [[αναγωγή]] της λ. σε IE <i>sweidos</i>- «[[ιδρώτας]]» &GT; <i>Fεῑδος</i> &GT; <i>ἷδος</i>, με ιωτακισμό κατ' [[επίδραση]] του συγγενούς σημασιολογικά τ. [[ἱδρώς]], απ' όπου ο τ. [[ἶδος]], με ιωνική [[ψίλωση]] (πρβλ. [[ἰδίω]])].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἶδος, τὸ (Α)
1. ιδρώτας
2. θερμότητα
3. καύσωνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες του Ησυχίου εἶδος
καῡμα και ἠεῑδος
πνῑγος οδηγούν στην αναγωγή της λ. σε IE sweidos- «ιδρώτας» > Fεῑδος > ἷδος, με ιωτακισμό κατ' επίδραση του συγγενούς σημασιολογικά τ. ἱδρώς, απ' όπου ο τ. ἶδος, με ιωνική ψίλωση (πρβλ. ἰδίω)].