αζιμούθιο: Difference between revisions

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το <b>(Αστρον.)</b><br />μία από τις δύο συντεταγμένες που χρησιμοποιούμε για να καθορίσουμε τη [[θέση]] ενός σημείου στον ουρανό (η [[άλλη]] [[είναι]] η ζενιθία [[απόσταση]] ή το ύψος). Το [[αζιμούθιο]] [[είναι]] η δίεδρη [[γωνία]] [[μεταξύ]] του μεσημβρινού επιπέδου του τόπου παρατηρήσεως και του κατακόρυφου κύκλου του σημείου (ενός μέγιστου κύκλου που περνά από το [[σημείο]] και το [[ζενίθ]] του τόπου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>azimuth</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>as sum</i><i>ū</i><i>t</i> (= [[κατεύθυνση]], [[δρόμος]])].
|mltxt=το <b>(Αστρον.)</b><br />μία από τις δύο συντεταγμένες που χρησιμοποιούμε για να καθορίσουμε τη [[θέση]] ενός σημείου στον ουρανό (η [[άλλη]] [[είναι]] η ζενιθία [[απόσταση]] ή το ύψος). Το [[αζιμούθιο]] [[είναι]] η δίεδρη [[γωνία]] [[μεταξύ]] του μεσημβρινού επιπέδου του τόπου παρατηρήσεως και του κατακόρυφου κύκλου του σημείου (ενός μέγιστου κύκλου που περνά από το [[σημείο]] και το [[ζενίθ]] του τόπου).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>azimuth</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>as sum</i><i>ū</i><i>t</i> (= [[κατεύθυνση]], [[δρόμος]])].
}}
}}

Revision as of 10:20, 23 December 2018

Greek Monolingual

το (Αστρον.)
μία από τις δύο συντεταγμένες που χρησιμοποιούμε για να καθορίσουμε τη θέση ενός σημείου στον ουρανό (η άλλη είναι η ζενιθία απόσταση ή το ύψος). Το αζιμούθιο είναι η δίεδρη γωνία μεταξύ του μεσημβρινού επιπέδου του τόπου παρατηρήσεως και του κατακόρυφου κύκλου του σημείου (ενός μέγιστου κύκλου που περνά από το σημείο και το ζενίθ του τόπου).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. azimuth < αραβ. as sumūt (= κατεύθυνση, δρόμος)].