αυ: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=αὖ <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> εκ νέου, [[πάλι]]<br /><b>2.</b> [[επιπλέον]], [[ακόμη]], [[επίσης]]<br /><b>3.</b> αφετέρου, εξάλλου<br /><b>4.</b> αντιθέτως, [[τουναντίον]]<br /><b>5.</b> [[αλλά]]<br /><b>6.</b> [[προς]] τα [[πίσω]], [[πίσω]]<br /><b>7.</b> ως [[επιφώνημα]] ή [[ερώτηση]] που εκφράζει [[αδημονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. επίρρ. <i>αυ</i> συνδέεται με τα λατ. <i>aut</i>, <i>autem</i> «δε, [[λοιπόν]], μεν...δε», με το οσκ. <i>auti</i> και πιθ. με το αρχ. ινδ. <i>άνα</i> «[[προς]] τα [[κάτω]], εδώ [[κάτω]]». Ανάγεται στο ινδοευρ. επίρρ. <i>αιι</i> «[[πίσω]], [[πάλι]]» και απαντά ως [[πρόθημα]] στις διάφορες ινδοευρ. γλώσσες για να δηλώσει τον χωρισμό, την [[απομάκρυνση]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυχάττειν</i> «αναχωρείν, αναχάζεσθαι» στη [[γλώσσα]] του Ησυχίου, λατ. <i>au</i>-<i>fugio</i> «[[αποφεύγω]]», <i>au</i>-<i>fero</i> «[[αφαιρώ]], [[αρπάζω]]», βαλτ. <i>αu</i>-, αρχ. σλαβ. <i>u</i>- «[[μακριά]], από»). Συντίθεται [[επίσης]] με άλλα μόρια και σχηματίζει τ. όπως: <i>αύ</i>-<i>τε</i>, <i>αύ</i>-<i>θ</i>-<i>ις</i>, (επικ. ιων.) <i>αύ</i>-<i>τις</i>, <b>(κρητ.)</b> <i>αύ</i>-<i>τ</i>-<i>ιν</i>, <b>(θεσσ.)</b> <i>αύ</i>-<i>θε</i>].
|mltxt=αὖ <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> εκ νέου, [[πάλι]]<br /><b>2.</b> [[επιπλέον]], [[ακόμη]], [[επίσης]]<br /><b>3.</b> αφετέρου, εξάλλου<br /><b>4.</b> αντιθέτως, [[τουναντίον]]<br /><b>5.</b> [[αλλά]]<br /><b>6.</b> [[προς]] τα [[πίσω]], [[πίσω]]<br /><b>7.</b> ως [[επιφώνημα]] ή [[ερώτηση]] που εκφράζει [[αδημονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. επίρρ. <i>αυ</i> συνδέεται με τα λατ. <i>aut</i>, <i>autem</i> «δε, [[λοιπόν]], μεν...δε», με το οσκ. <i>auti</i> και πιθ. με το αρχ. ινδ. <i>άνα</i> «[[προς]] τα [[κάτω]], εδώ [[κάτω]]». Ανάγεται στο ινδοευρ. επίρρ. <i>αιι</i> «[[πίσω]], [[πάλι]]» και απαντά ως [[πρόθημα]] στις διάφορες ινδοευρ. γλώσσες για να δηλώσει τον χωρισμό, την [[απομάκρυνση]] (πρβλ. <i>αυχάττειν</i> «αναχωρείν, αναχάζεσθαι» στη [[γλώσσα]] του Ησυχίου, λατ. <i>au</i>-<i>fugio</i> «[[αποφεύγω]]», <i>au</i>-<i>fero</i> «[[αφαιρώ]], [[αρπάζω]]», βαλτ. <i>αu</i>-, αρχ. σλαβ. <i>u</i>- «[[μακριά]], από»). Συντίθεται [[επίσης]] με άλλα μόρια και σχηματίζει τ. όπως: <i>αύ</i>-<i>τε</i>, <i>αύ</i>-<i>θ</i>-<i>ις</i>, (επικ. ιων.) <i>αύ</i>-<i>τις</i>, <b>(κρητ.)</b> <i>αύ</i>-<i>τ</i>-<i>ιν</i>, <b>(θεσσ.)</b> <i>αύ</i>-<i>θε</i>].
}}
}}

Revision as of 11:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

αὖ επίρρ. (Α)
1. εκ νέου, πάλι
2. επιπλέον, ακόμη, επίσης
3. αφετέρου, εξάλλου
4. αντιθέτως, τουναντίον
5. αλλά
6. προς τα πίσω, πίσω
7. ως επιφώνημα ή ερώτηση που εκφράζει αδημονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίρρ. αυ συνδέεται με τα λατ. aut, autem «δε, λοιπόν, μεν...δε», με το οσκ. auti και πιθ. με το αρχ. ινδ. άνα «προς τα κάτω, εδώ κάτω». Ανάγεται στο ινδοευρ. επίρρ. αιι «πίσω, πάλι» και απαντά ως πρόθημα στις διάφορες ινδοευρ. γλώσσες για να δηλώσει τον χωρισμό, την απομάκρυνση (πρβλ. αυχάττειν «αναχωρείν, αναχάζεσθαι» στη γλώσσα του Ησυχίου, λατ. au-fugio «αποφεύγω», au-fero «αφαιρώ, αρπάζω», βαλτ. αu-, αρχ. σλαβ. u- «μακριά, από»). Συντίθεται επίσης με άλλα μόρια και σχηματίζει τ. όπως: αύ-τε, αύ-θ-ις, (επικ. ιων.) αύ-τις, (κρητ.) αύ-τ-ιν, (θεσσ.) αύ-θε].