αυθαίρετος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM αύθαίρετος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται αυθαίρετα, [[χωρίς]] να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα αυθαίρετα</i><br />οικοδομές που έγιναν [[χωρίς]] να έχει εκδοθεί [[άδεια]] από την αρμόδια [[αρχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτοεκλεγμένος, αυτοδιορισμένος<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί εκούσια, με τη θέλησή του<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός που προέρχεται από την ελεύθερη [[εκλογή]] ή [[βούληση]] κάποιου, [[εκούσιος]], [[θεληματικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυθ</i>- ( | |mltxt=-η, -ο (AM αύθαίρετος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται αυθαίρετα, [[χωρίς]] να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα αυθαίρετα</i><br />οικοδομές που έγιναν [[χωρίς]] να έχει εκδοθεί [[άδεια]] από την αρμόδια [[αρχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτοεκλεγμένος, αυτοδιορισμένος<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί εκούσια, με τη θέλησή του<br /><b>3.</b> (για πράγματα) αυτός που προέρχεται από την ελεύθερη [[εκλογή]] ή [[βούληση]] κάποιου, [[εκούσιος]], [[θεληματικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυθ</i>- (πρβλ. <i>αυτο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[αιρετός]] <span style="color: red;"><</span> [[αιρώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 23 December 2018
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αύθαίρετος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται αυθαίρετα, χωρίς να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ.
2. το ουδ. ως ουσ. τα αυθαίρετα
οικοδομές που έγιναν χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια από την αρμόδια αρχή
αρχ.
1. αυτοεκλεγμένος, αυτοδιορισμένος
2. αυτός που ενεργεί εκούσια, με τη θέλησή του
3. (για πράγματα) αυτός που προέρχεται από την ελεύθερη εκλογή ή βούληση κάποιου, εκούσιος, θεληματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + αιρετός < αιρώ].