ἀβουλέω: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(big3_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[no querer]] abs. τὸ ἀβουλεῖν καὶ μὴ ἐθέλειν Pl.<i>R</i>.437c, οὐ γὰρ ἀβουλῶν ἐνεργεῖ no actúa sin poner voluntad</i> Plot.6.8.13<br /><b class="num">•</b>c. inf. ἀβουλῶν ἐμὲ ἐκπλεῖν no queriendo que yo me marche</i> Pl.<i>Ep</i>.347a, cf. D.<i>Ep</i>.2.17.<br /><b class="num">2</b> [[desaprobar]] τὰ δεδογμένα D.C.55.9.8.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[no querer]] abs. τὸ ἀβουλεῖν καὶ μὴ ἐθέλειν Pl.<i>R</i>.437c, οὐ γὰρ ἀβουλῶν ἐνεργεῖ no actúa sin poner voluntad</i> Plot.6.8.13<br /><b class="num">•</b>c. inf. ἀβουλῶν ἐμὲ ἐκπλεῖν no queriendo que yo me marche</i> Pl.<i>Ep</i>.347a, cf. D.<i>Ep</i>.2.17.<br /><b class="num">2</b> [[desaprobar]] τὰ δεδογμένα D.C.55.9.8.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀβουλέω:''' ([[α- στερητικό]], [[βούλομαι]]), είμαι [[απρόθυμος]], δεν έχω [[θέληση]], σε Πλάτ. (Το [[ἀβουλέω]] αποτελεί [[εξαίρεση]] στον κανόνα ότι το [[α- στερητικό]] δεν μπορεί να συντεθεί άμεσα με ρήματα, βλ. α- I).
}}
}}

Revision as of 17:07, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβουλέω Medium diacritics: ἀβουλέω Low diacritics: αβουλέω Capitals: ΑΒΟΥΛΕΩ
Transliteration A: abouléō Transliteration B: abouleō Transliteration C: avouleo Beta Code: a)boule/w

English (LSJ)

   A to be unwilling, Pl.R.437c: c.acc. inf., Id.Ep.347a:—c. acc., dislike, object to, D.C.55.9.    II not to will, οὐ γὰρ -ῶν ἐνεργεῖ without willing, Plot 6.8.13, cf. ib.21.

German (Pape)

[Seite 4] (vgl. ἄβουλος, VLL. μὴ βούλεσθαι u. μὴ βουλεύεσθαι), nicht wollen, Plat. Rep. IV, 437 c; neben μὴ ἐθέλειν, sequ. acc. c. inf Ep. 7, 347 a; Dem. Ep. 2 u. Sp.; ἀβουλήσας τὰ δεδογμένα D. Cass. 55, 9.

French (Bailly abrégé)

ῶ;
ne vouloir pas ; désapprouver.
Étymologie: ἄβουλος.

Spanish (DGE)

1 no querer abs. τὸ ἀβουλεῖν καὶ μὴ ἐθέλειν Pl.R.437c, οὐ γὰρ ἀβουλῶν ἐνεργεῖ no actúa sin poner voluntad Plot.6.8.13
c. inf. ἀβουλῶν ἐμὲ ἐκπλεῖν no queriendo que yo me marche Pl.Ep.347a, cf. D.Ep.2.17.
2 desaprobar τὰ δεδογμένα D.C.55.9.8.

Greek Monotonic

ἀβουλέω: (α- στερητικό, βούλομαι), είμαι απρόθυμος, δεν έχω θέληση, σε Πλάτ. (Το ἀβουλέω αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα ότι το α- στερητικό δεν μπορεί να συντεθεί άμεσα με ρήματα, βλ. α- I).