ἀγατός: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(6_11) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγᾰτός''': -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ [[ἀγαστός]], (πρβλ. [[θαυματός]], [[ἀδάματος]], κτλ.), Ὕμ. Ὁμ. Ἀπ. 515· ἴδε Ruhnk Ep. Gr. σ. 26. | |lstext='''ἀγᾰτός''': -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ [[ἀγαστός]], (πρβλ. [[θαυματός]], [[ἀδάματος]], κτλ.), Ὕμ. Ὁμ. Ἀπ. 515· ἴδε Ruhnk Ep. Gr. σ. 26. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀγᾰτός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[ἀγαστός]], όπως [[θαυματός]] αντί [[θαυμαστός]], σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:10, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A = ἀγαστός, v.l. in h.Ap.515, (ἀγᾱ-) Theoc.1.126.
German (Pape)
[Seite 10] Hom. h. 1, 515 für ἀγαστός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγᾰτός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ ἀγαστός, (πρβλ. θαυματός, ἀδάματος, κτλ.), Ὕμ. Ὁμ. Ἀπ. 515· ἴδε Ruhnk Ep. Gr. σ. 26.
Greek Monotonic
ἀγᾰτός: -ή, -όν, ποιητ. αντί ἀγαστός, όπως θαυματός αντί θαυμαστός, σε Ομηρ. Ύμν.