ἀγχίμολος: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(Autenrieth) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[μολεῖν]]): [[coming]] [[near]], [[mostly]] adv. acc. [[with]] [[ἐλθεῖν]], ἔρχεσθαι, foll. by dat.; ἐξ ἀγχιμόλοιο, Il. 24.352, cf. [[ἐγγύθεν]]. Implying [[time]], ἀγχίμολον δὲ μετ' αὐτόν, ‘[[close]] [[after]] him,’ Od. 17.336. | |auten=([[μολεῖν]]): [[coming]] [[near]], [[mostly]] adv. acc. [[with]] [[ἐλθεῖν]], ἔρχεσθαι, foll. by dat.; ἐξ ἀγχιμόλοιο, Il. 24.352, cf. [[ἐγγύθεν]]. Implying [[time]], ἀγχίμολον δὲ μετ' αὐτόν, ‘[[close]] [[after]] him,’ Od. 17.336. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀγχίμολος:''' -ον ([[μολεῖν]]), αυτός που πλησιάζει, που έρχεται κοντά· με γεν., σε Θεόκρ., στον Όμηρ. μόνο το ουδ. ως επίρρ., κοντά, [[πλησίον]]· ομοίως και <i>ἐξ ἀγχιμόλοιο</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:14, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (μολεῖν)
A coming near; Ep. word, mostly used in neut. as Adv., near, close at hand, ἀγχίμολον δέ οἱ ἦλθε Il.4.529, cf. Od.8.300, etc., Hes.Sc.325; ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδών Il.24.352; ἀγχίμολον δὲ μετ' αὐτόν close behind him, Od.17.336: c. gen., ἕθεν ἀγχίμολοι cj. in Theoc.25.203.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’approche, voisin ; adv. • ἀγχίμολον, tout auprès de, τινι ; ἐξ ἀγχιμόλοιο IL de près ; avec idée de temps, aussitôt après.
Étymologie: ἄγχι, μολεῖν.
English (Autenrieth)
(μολεῖν): coming near, mostly adv. acc. with ἐλθεῖν, ἔρχεσθαι, foll. by dat.; ἐξ ἀγχιμόλοιο, Il. 24.352, cf. ἐγγύθεν. Implying time, ἀγχίμολον δὲ μετ' αὐτόν, ‘close after him,’ Od. 17.336.
Greek Monotonic
ἀγχίμολος: -ον (μολεῖν), αυτός που πλησιάζει, που έρχεται κοντά· με γεν., σε Θεόκρ., στον Όμηρ. μόνο το ουδ. ως επίρρ., κοντά, πλησίον· ομοίως και ἐξ ἀγχιμόλοιο, σε Ομήρ. Ιλ.