Αἰγυπτογενής: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[de raza egipcia]] A.<i>Pers</i>.35<br /><b class="num">•</b>ref. a las Danaides, A.<i>Supp</i>.30, 1053. | |dgtxt=-ές<br />[[de raza egipcia]] A.<i>Pers</i>.35<br /><b class="num">•</b>ref. a las Danaides, A.<i>Supp</i>.30, 1053. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Αἰγυπτογενής:''' ές ([[γένος]]), αυτός που ανήκει στην Αιγυπτιακή [[γενιά]], [[οικογένεια]], [[καταγωγή]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A of Egyptian race, A.Pers.35.
Greek (Liddell-Scott)
Αἰγυπτογενής: ἐς, ἐξ Αἰγυπτιακοῦ γένους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 35.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né en Égypte.
Étymologie: Αἴγυπτος, γίγνομαι.
Spanish (DGE)
-ές
de raza egipcia A.Pers.35
•ref. a las Danaides, A.Supp.30, 1053.
Greek Monotonic
Αἰγυπτογενής: ές (γένος), αυτός που ανήκει στην Αιγυπτιακή γενιά, οικογένεια, καταγωγή, σε Αισχύλ.