αἰχμοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰχμοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] που φέρει [[δόρυ]]<br /><b>2.</b> [[σωματοφύλακας]], [[δορυφόρος]] ειδικού στρατιωτικού σώματος τών ασιατικών λαών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰχμὴ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
|mltxt=[[αἰχμοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] που φέρει [[δόρυ]]<br /><b>2.</b> [[σωματοφύλακας]], [[δορυφόρος]] ειδικού στρατιωτικού σώματος τών ασιατικών λαών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰχμὴ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰχμοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ακόντιο]], ο [[δορυφόρος]], σε Ηρόδ.· [[ιδίως]] όπως το [[δορυφόρος]], λέγεται για σωματοφύλακες, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 17:30, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰχμοφόρος Medium diacritics: αἰχμοφόρος Low diacritics: αιχμοφόρος Capitals: ΑΙΧΜΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: aichmophóros Transliteration B: aichmophoros Transliteration C: aichmoforos Beta Code: ai)xmofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A spearman, Hdt.1.103,215.    2 esp., like δορυφόρος, of body-guards, Id.1.8, 7.40, B.10.89.

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμοφόρος: -ον, ὁ φέρων δόρυ, Ἡρόδ. 1. 103, 215. 2) ἰδίως ὡς τὸ δορυφόρος, ἐπὶ σωματοφυλάκων, ὁ αὐτ. 1. 8., 7.40.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
porteur d’une lance ; particul. garde, satellite armé d’une lance.
Étymologie: αἰχμή, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον
1 guerrero portador de lanza, lancero Hdt.1.103, 215, D.H.2.13, Them.Or.5.66b.
2 guardia personal, de corps B.11.89, Hdt.1.8, ἐδορυφόρουν αὐτὸν αἰχμοφόροι καὶ μηλοφόροι Them.Or.19.226a
pretoriano Hdn.1.10.6.

Greek Monolingual

αἰχμοφόρος, -ον (Α)
1. πολεμιστής που φέρει δόρυ
2. σωματοφύλακας, δορυφόρος ειδικού στρατιωτικού σώματος τών ασιατικών λαών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμὴ + -φόρος < φέρω.

Greek Monotonic

αἰχμοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ακόντιο, ο δορυφόρος, σε Ηρόδ.· ιδίως όπως το δορυφόρος, λέγεται για σωματοφύλακες, στον ίδ.