Αἰτναῖος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(big3_2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br />[[Etneo]], [[del Etna]]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[etneo]], [[del volcán Etna]] A.<i>Pr</i>.365, E.<i>Cyc</i>.20, Call.<i>Del</i>.141<br /><b class="num">•</b>[[de la región del Etna]] E.<i>Tr</i>.220<br /><b class="num">•</b>esp. de cierta raza de caballos Αἰτναίας ἐπὶ πώλου S.<i>OC</i> 312, como epít. de Zeus, Pi.<i>O</i>.6.96, <i>N</i>.1.6.<br /><b class="num">2</b> [[de la ciudad de Etna]] Pi.<i>P</i>.3.69; cf. tb. [[Αἴτναι]].<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[Αἰτναῖος]] κάνθαρος entom. un [[gran escarabajo]] o quizá [[ciervo volador]], [[Lucanus cervus L.]], A.<i>Fr</i>.233, S.<i>Fr</i>.162, 314.307, Ar.<i>Pax</i> 73.<br /><b class="num">2</b> ict. especie de [[besugo]] Opp.<i>H</i>.1.512.
|dgtxt=-α, -ον<br />[[Etneo]], [[del Etna]]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[etneo]], [[del volcán Etna]] A.<i>Pr</i>.365, E.<i>Cyc</i>.20, Call.<i>Del</i>.141<br /><b class="num">•</b>[[de la región del Etna]] E.<i>Tr</i>.220<br /><b class="num">•</b>esp. de cierta raza de caballos Αἰτναίας ἐπὶ πώλου S.<i>OC</i> 312, como epít. de Zeus, Pi.<i>O</i>.6.96, <i>N</i>.1.6.<br /><b class="num">2</b> [[de la ciudad de Etna]] Pi.<i>P</i>.3.69; cf. tb. [[Αἴτναι]].<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[Αἰτναῖος]] κάνθαρος entom. un [[gran escarabajo]] o quizá [[ciervo volador]], [[Lucanus cervus L.]], A.<i>Fr</i>.233, S.<i>Fr</i>.162, 314.307, Ar.<i>Pax</i> 73.<br /><b class="num">2</b> ict. especie de [[besugo]] Opp.<i>H</i>.1.512.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Αἰτναῖος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει, προέρχεται ή κατάγεται από την Αίτνα ([[Αἴτνη]]), σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., όμοιος με την Αίτνα, [[πελώριος]], [[τεράστιος]], σε Ευρ.· κάποιοι το ερμηνεύουν έτσι όταν χρησιμοποιείται για άλογα, ορθότερη όμως μεταφραστική [[απόδοση]] είναι «αυτός που προέρχεται από την Αίτνα», δηλ. ο [[Σικελικός]] ([[διότι]] τα Σικελικά άλογα [[καθώς]] και οι μουλάρια, ήταν περίφημα, ξακουστά), σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 17:30, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Αἰτναῖος Medium diacritics: Αἰτναῖος Low diacritics: Αιτναίος Capitals: ΑΙΤΝΑΙΟΣ
Transliteration A: Aitnaîos Transliteration B: Aitnaios Transliteration C: Aitnaios Beta Code: *ai)tnai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A of or belonging to Etna (Αἴτνη), Pi.P.3.69, O.6.96, A.Pr.367, etc.; Sicilian, πῶλος S.OC312; of a beetle, A.Fr.233, Ar. Pax73, S.Ichn.300.    II αἰτναῖος, ὁ, sea-fish, Opp.H.1.512.

Greek (Liddell-Scott)

Αἰτναῖος: -α, -ον, ἐκ τῆς Αἴτνης ἢ ἀνήκων εἰς τὴν Αἴτνην, Πινδ. Π. 3. 121, Ο. 6. 161., Αἰσχύλ. Πρ. 365, κτλ. 2) μεταφ. παμμεγέθης, πελώριος, Εὐρ. Κύκλ. 395: καὶ οὕτω τινὲς ἑρμηνεύουσιν ὅταν κεῖται ἐπὶ ἵππων, ἀλλὰ κάλλιον ὁ ἐξ Αἴτνης, δηλ. Σικελικός· (ἐπειδὴ οἱ Σικελικοὶ ἵπποι καὶ ἡμίονοι ἦσαν περίφημοι), Σοφ. Ο. Κ. 312· ὡς ἐν παιγνίῳ ἡ λέξις λέγεται ἐπὶ τῶν κανθάρων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 73· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ καὶ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 347· πρβλ Φώτ. ἐν λ. ὄχος Ἀκεσταῖος, Πλαῦτ. Mil. Glor. 4. 2, 73. ΙΙ. Αἰτναῖος, ὁ, θαλάσσιος ἰχθύς, Ὀππ. Ἁλ. 1. 512.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 de l’Etna;
2 grand comme l’Etna, gigantesque;
3 de la région de l’Etna.
Étymologie: Αἴτνη.

English (Slater)

Αἰτναῑος
   1 of Etna
   a epithet of Zeus, v. Cook, Zeus, p. 908. Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος (O. 6.96) Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν (N. 1.6)
   b epithet of Hieron. παρ' Αἰτναῖον ξένον (P. 3.69)
   c m. pl. as subs. citizens of Aitna μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν (N. 9.30)

Spanish (DGE)

-α, -ον
Etneo, del Etna
I 1etneo, del volcán Etna A.Pr.365, E.Cyc.20, Call.Del.141
de la región del Etna E.Tr.220
esp. de cierta raza de caballos Αἰτναίας ἐπὶ πώλου S.OC 312, como epít. de Zeus, Pi.O.6.96, N.1.6.
2 de la ciudad de Etna Pi.P.3.69; cf. tb. Αἴτναι.
II 1Αἰτναῖος κάνθαρος entom. un gran escarabajo o quizá ciervo volador, Lucanus cervus L., A.Fr.233, S.Fr.162, 314.307, Ar.Pax 73.
2 ict. especie de besugo Opp.H.1.512.

Greek Monotonic

Αἰτναῖος: -α, -ον,
1. αυτός που ανήκει, προέρχεται ή κατάγεται από την Αίτνα (Αἴτνη), σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. μεταφ., όμοιος με την Αίτνα, πελώριος, τεράστιος, σε Ευρ.· κάποιοι το ερμηνεύουν έτσι όταν χρησιμοποιείται για άλογα, ορθότερη όμως μεταφραστική απόδοση είναι «αυτός που προέρχεται από την Αίτνα», δηλ. ο Σικελικός (διότι τα Σικελικά άλογα καθώς και οι μουλάρια, ήταν περίφημα, ξακουστά), σε Σοφ.