αἰσχυντικός: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰσχυντικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που προκαλεί [[αισχύνη]], [[ντροπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ρημ. επίθ. <i>αἰσχυντὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[αἰσχύνω]]].
|mltxt=[[αἰσχυντικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που προκαλεί [[αισχύνη]], [[ντροπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ρημ. επίθ. <i>αἰσχυντὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[αἰσχύνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰσχυντικός:''' -ή, -όν ([[αἰσχύνω]]), αυτός που προξενεί ή επισύρει [[αισχύνη]], [[επονείδιστος]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 17:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχυντικός Medium diacritics: αἰσχυντικός Low diacritics: αισχυντικός Capitals: ΑΙΣΧΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aischyntikós Transliteration B: aischyntikos Transliteration C: aischyntikos Beta Code: ai)sxuntiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A provocative of shame, Arist.Rh.1384a9.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντικός: -ή, -όν, = αἰσχυντηλός, Ἀριστ. Ρητ. 26, 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui cause de la honte.
Étymologie: αἰσχύνω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que da vergüenza αἰσχυντικόν ἐστι καί, εἰ μὴ μετέχει τις τοῦ ἀγαθοῦ, οὗ πάντες μετέχουσι Anon.in Rh.104.33, cf. 105.2, 13, τὰ αἰσχυντικὰ μόρια las partes pudendas, Et.Gud.355.32S.
subst. τὸ αἰ. τοῦ γυναίου Sch.E.Hipp.345.
2 prob. que tiene vergüenza, tímido, Cat.Cod.Astr.11(2).138.22.

Greek Monolingual

αἰσχυντικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί αισχύνη, ντροπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < αἰσχύνω].

Greek Monotonic

αἰσχυντικός: -ή, -όν (αἰσχύνω), αυτός που προξενεί ή επισύρει αισχύνη, επονείδιστος, σε Αριστ.