ἁλιρρόθιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλιρρόθιος]], -ία, -ιον (Α)<br />ο [[ἁλίρροθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ῥόθιος]] «[[ορμητικός]], [[θορυβώδης]]»].
|mltxt=[[ἁλιρρόθιος]], -ία, -ιον (Α)<br />ο [[ἁλίρροθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ῥόθιος]] «[[ορμητικός]], [[θορυβώδης]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁλιρρόθιος:''' -ον και -α, -ον (ἅλς, [[ῥόθος]]), αυτός που χτυπιέται από τη [[θάλασσα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιρρόθιος Medium diacritics: ἁλιρρόθιος Low diacritics: αλιρρόθιος Capitals: ΑΛΙΡΡΟΘΙΟΣ
Transliteration A: halirróthios Transliteration B: halirrothios Transliteration C: alirrothios Beta Code: a(lirro/qios

English (LSJ)

α, ον,

   A sea-beaten, κόνις AP7.6 (Antip. Sid.); f.l.ib.624 (Diod., leg. ἁλὶ ῥοθίῃ).    II roaring, θάλασσα Orph.A.1296.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιρρόθιος: ον καὶ α, ον, Ἀνθ Π. 76, 624. - ὁ ὑπὸ τοῦ «ῥόθου τῆς θαλάσσης κυκλούμενος ἢ προσβαλλόμενος, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης πληττόμενος, κόνις. νηῦς, Ἀνθ. ἔνθ. ἀνωτ. II ῥοχθῶν, θορυβῶν, θάλασσα, Ὀρφ. Ἀργ. 1296.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 battu des flots;
2 qui bat de ses flots.
Étymologie: ἅλς¹, ῥόθος.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Prosodia: [ᾰ-]
1 contra el que resuena el mar κόνις AP 7.6 (Antip.Sid.), νηῦς AP 7.624 (Diod.).
2 de oleaje resonante θάλασσα Orph.A.1289, epít. de Posidón, Did.CP 5.20.

Greek Monolingual

ἁλιρρόθιος, -ία, -ιον (Α)
ο ἁλίρροθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + ῥόθιος «ορμητικός, θορυβώδης»].

Greek Monotonic

ἁλιρρόθιος: -ον και -α, -ον (ἅλς, ῥόθος), αυτός που χτυπιέται από τη θάλασσα, σε Ανθ.