ἁλίπλαγκτος: Difference between revisions
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁλίπλαγκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιπλανιέται, περιφέρεται στη [[θάλασσα]] ή [[κοντά]] σ’ αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἃλς</i>) <span style="color: red;">+</span> ρηματ. επίθ. [[πλαγκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάζω]] «[[κάνω]] κάποιον να περιπλανιέται»]. | |mltxt=[[ἁλίπλαγκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που περιπλανιέται, περιφέρεται στη [[θάλασσα]] ή [[κοντά]] σ’ αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἃλς</i>) <span style="color: red;">+</span> ρηματ. επίθ. [[πλαγκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάζω]] «[[κάνω]] κάποιον να περιπλανιέται»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁλίπλαγκτος:''' -ον (ἅλς, πλάζομαι), αυτός που περιπλανιέται στη [[θάλασσα]], σε Σοφ., Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sea-roaming, ὦ Π άν, Πὰν ἁλίπλαγκτε . . φάνηθι S.Aj.695; Τρίτων AP6.65 (Paul. Sil.); ἔχις IG2.1660.
German (Pape)
[Seite 97] meerdurchirrend, Τρίτων Paul. Sil. 51 (VI, 65). Bei Ap. Rh. 2, 11 Schiffer, wie Leon. Tar. 25 (VI, 4); Opp. Hal. γενέθλη 1, 439; μάκαρες 4, 582; bei Orph. Arg. πορεία 1302. – Bei Soph. Ai. 680 heißt Pan so, der am Meere herumschweift; 594 aber Σάλαμις, meerumwogt; doch wollen andere ἁλίπλακτος lesen.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίπλαγκτος: ον ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν πλανώμενος, ὧ Πάν, Πὰν ἁλίπλαγκτε..., φάνηθι, προσεύχεται ὁ χορὸς τῶν Ἑλλήνων ναυτῶν ἐν Τροίᾳ (οὕτω κατωτέρω ὁ Ἀπόλλων καλεῖται νὰ ἔλθῃ, Ἰκαρίων ὑπὲρ πελαγέων), Σοφ. Αἴ. 695· ἐπὶ τοῦ Τρίτωνος Ἀνθ. Π. 6. 65· ἔχις ἁλ., Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1033.15· - πρβλ. ἁλίπληκτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui erre au bord de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, πλάζω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que vaga por el mar Πάν S.Ai.695, Τρίτων AP 6.65 (Paul.Sil.), ἔχις Orác. en SEG 30.175.15 (Atenas IV a.C.), δικτυβόλοι AP 6.4 (Leon.), cf. Nonn.D.3.245.
2 subst. ὁ ἁ. marinero A.R.2.11.
Greek Monolingual
ἁλίπλαγκτος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανιέται, περιφέρεται στη θάλασσα ή κοντά σ’ αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἃλς) + ρηματ. επίθ. πλαγκτός < πλάζω «κάνω κάποιον να περιπλανιέται»].
Greek Monotonic
ἁλίπλαγκτος: -ον (ἅλς, πλάζομαι), αυτός που περιπλανιέται στη θάλασσα, σε Σοφ., Ανθ.