ἀκροβόλισις: Difference between revisions

From LSJ

κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκροβόλισις]] (-εως), η (Α) [[ἀκροβολίζομαι]]<br />ο [[ακροβολισμός]].
|mltxt=[[ἀκροβόλισις]] (-εως), η (Α) [[ἀκροβολίζομαι]]<br />ο [[ακροβολισμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροβόλισις:''' -εως, ἡ, [[αψιμαχία]], [[άτακτος]] [[πόλεμος]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροβόλισις Medium diacritics: ἀκροβόλισις Low diacritics: ακροβόλισις Capitals: ΑΚΡΟΒΟΛΙΣΙΣ
Transliteration A: akrobólisis Transliteration B: akrobolisis Transliteration C: akrovolisis Beta Code: a)krobo/lisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A skirmishing, X.An.3.4.18, Cyr.6.2.15 (pl.).

German (Pape)

[Seite 83] εως, ἡ, das Schleudern aus der Ferne, Scharmützel, Xen. An. 3, 4, 18 Cyr. 6, 2, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροβόλισις: -εως, ἡ, = ἁψιμαχία, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 18, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
engagement à distance, escarmouche.
Étymologie: ἀκροβολίζω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
intercambio de disparos, de armas arrojadizas, escaramuza X.An.3.4.18, ἀ. τοξοτῶν καὶ ἀκοντιστῶν X.Cyr.6.2.15.

Greek Monolingual

ἀκροβόλισις (-εως), η (Α) ἀκροβολίζομαι
ο ακροβολισμός.

Greek Monotonic

ἀκροβόλισις: -εως, ἡ, αψιμαχία, άτακτος πόλεμος, σε Ξεν. κ.λπ.