ἀκοντιστικός: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀκοντιστικός]], -ή, -ὸν) [[ἀκοντίζω]]<br />[[επιτήδειος]] στο να ρίχνει [[ακόντιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το θηλυκό ενικού και το ουδέτερο πληθυντικού ως ουσ.) <i>ἡ ἀκοντιστικὴ</i> ή <i>τὰ ὰκοντιστικά</i><br />η [[τέχνη]] του ακοντισμού.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀκοντιστικός]], -ή, -ὸν) [[ἀκοντίζω]]<br />[[επιτήδειος]] στο να ρίχνει [[ακόντιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το θηλυκό ενικού και το ουδέτερο πληθυντικού ως ουσ.) <i>ἡ ἀκοντιστικὴ</i> ή <i>τὰ ὰκοντιστικά</i><br />η [[τέχνη]] του ακοντισμού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκοντιστικός:''' -ή, -όν ([[ἀκοντίζω]]), [[επιδέξιος]], [[έμπειρος]] στην [[ρίψη]] ακοντίου, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκοντιστικός Medium diacritics: ἀκοντιστικός Low diacritics: ακοντιστικός Capitals: ΑΚΟΝΤΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: akontistikós Transliteration B: akontistikos Transliteration C: akontistikos Beta Code: a)kontistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilled in throwing the dart, X.Cyr.7.5.63: Sup., ib.6.2.4; -κά, τά, art of throwing the dart, Pl.Thg.126b; -κή, ἡ, Ael.Tact. Praef., Arr.Tact.Praef. Adv. -κῶς Poll.3.151.

German (Pape)

[Seite 77] geschickt im Speerwerfen, Xen. Cyr. 7, 5, 63; superl. 6, 2, 4, wie Plat. Theag. 126 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοντιστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ ῥίπτειν ἀκόντιον, Ξεν. Κύρ. 7, 5, 63. - Ὑπερθ. αὐτόθι 6. 2, 4· τὰ ἀκοντιστικά, ἡ τέχνη τοῦ ἀκοντίζειν, Πλάτ. Θεάγ. 126Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
habile à lancer le javelot.
Étymologie: ἀκοντίζω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 diestro con el dardo o jabalina X.Cyr.7.5.63, 6.2.4.
2 subst. τὰ ἀ., ἡ ἀ. el arte de lanzar la jabalina Pl.Thg.126b, Ael.Tact.p.232.
3 adv. -ῶς en el tiro de jabalina como deporte, Poll.3.151.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀκοντιστικός, -ή, -ὸν) ἀκοντίζω
επιτήδειος στο να ρίχνει ακόντιο
αρχ.
(το θηλυκό ενικού και το ουδέτερο πληθυντικού ως ουσ.) ἡ ἀκοντιστικὴ ή τὰ ὰκοντιστικά
η τέχνη του ακοντισμού.

Greek Monotonic

ἀκοντιστικός: -ή, -όν (ἀκοντίζω), επιδέξιος, έμπειρος στην ρίψη ακοντίου, σε Ξεν.