ἀμοῦ: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
(3)
(2)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἁμοῡ <b>επίρρ.</b> (Α) [<i>ἁμὸς</i> ΙΙ]<br />συνεκφέρεται με τα μόρια <i>γέ που</i><br />«ἁμοῡ γέ που», σε κάποιο [[μέρος]], [[κάπου]].
|mltxt=ἁμοῡ <b>επίρρ.</b> (Α) [<i>ἁμὸς</i> ΙΙ]<br />συνεκφέρεται με τα μόρια <i>γέ που</i><br />«ἁμοῡ γέ που», σε κάποιο [[μέρος]], [[κάπου]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμοῦ:''' Αττ. [[ἁμοῦ]], επίρρ. του [[ἀμός]] (= τίς), [[ἀμοῦ]] γέ που, σε κάποιο [[μέρος]] ή σε [[άλλο]], σε Λυσ.· πρβλ. [[ἀμόθεν]], [[ἀμῆ]], [[ἀμοῖ]].
}}
}}

Revision as of 17:52, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 128] att. ἁμοῦ, irgendwo, ἁμοῦ γέ που, an irgend einem Orte, Lys. 24, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοῦ: Ἀττ. ἁμοῦ, ἐπίρρ. τοῦ ἁμὸς (= τἰς), = κἄπου, ἁμοῦ γέ που, «εἰς κἄποιον μέρος» (ἐκ διορθώσεως ὑπὸ Βεκκ. ἀντὶ ἄλλου γέ που) Λυσ. 170.12: ἄλλοθι μηδὲ ἁμοῦ, εἰς κανὲν μέρος, διόλου, Συλλ. Ἀττ. Ἐπιγρ. 2. 11· πρβλ. ἁμόθεν, ἁμῆ, ἁμοῖ.

French (Bailly abrégé)

att. ἁμοῦ, adv.
en quelque manière ; ἁμοῦ γέ που LYS quelque part.
Étymologie: ἀμός.

Greek Monolingual

ἁμοῡ επίρρ. (Α) [ἁμὸς ΙΙ]
συνεκφέρεται με τα μόρια γέ που
«ἁμοῡ γέ που», σε κάποιο μέρος, κάπου.

Greek Monotonic

ἀμοῦ: Αττ. ἁμοῦ, επίρρ. του ἀμός (= τίς), ἀμοῦ γέ που, σε κάποιο μέρος ή σε άλλο, σε Λυσ.· πρβλ. ἀμόθεν, ἀμῆ, ἀμοῖ.