ἀμφηρικός: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφηρικός]], -ή, -ὸν (Α) [[ἀμφήρης]]<br />ο [[αμφήρης]] (ΙΙ) «[[ἀκάτιον]] ἀμφηρικόν», μικρή δίκωπη [[βάρκα]] ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> «ληστρικόν, ἐν ᾧ εἷς ἐλαύνει δύο κώπας»). | |mltxt=[[ἀμφηρικός]], -ή, -ὸν (Α) [[ἀμφήρης]]<br />ο [[αμφήρης]] (ΙΙ) «[[ἀκάτιον]] ἀμφηρικόν», μικρή δίκωπη [[βάρκα]] ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> «ληστρικόν, ἐν ᾧ εἷς ἐλαύνει δύο κώπας»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφηρικός:''' -ή, -όν, με [[κουπιά]] και από τις δυο μεριές, κινούμενος με διπλά [[κουπιά]], λέγεται για [[βάρκα]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A = ἀμφήρης 11: ἀκάτιον ἀ. sculling-boat, Th.4.67.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφηρικός: -ή, -όν, = ἀμφήρης, ΙΙ., ἀκάτιον ἀμφ., ἐλαφρὸν ἐφόλκιον, ἐν τῷ ὁποίῳ ἕκαστος ἐρέτης ἐκωπηλάτει μὲ δύο κώπας, ἢ ἁπλῶς δίκωπον, Θουκ. 4. 67. - «ἀμφηρικὸν ἁκάτιον· λῃστρικόν, ἐν ᾧ εἶς ἐλαύνει δύο κώπας», Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
à double aviron, càd manœuvré par un seul rameur muni de deux avirons.
Étymologie: ἀμφί, ἐρέσσω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
de remos en ambos lados, ἀκάτιον Th.4.67, cf. Hsch., Poll.1.82, Phot.p.98R., σκαφίδιον Sud.
Greek Monolingual
ἀμφηρικός, -ή, -ὸν (Α) ἀμφήρης
ο αμφήρης (ΙΙ) «ἀκάτιον ἀμφηρικόν», μικρή δίκωπη βάρκα (κατά τον Ησύχ. «ληστρικόν, ἐν ᾧ εἷς ἐλαύνει δύο κώπας»).
Greek Monotonic
ἀμφηρικός: -ή, -όν, με κουπιά και από τις δυο μεριές, κινούμενος με διπλά κουπιά, λέγεται για βάρκα, σε Θουκ.