ἀμνεῖος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀμνεῑος, -εία, -εῖον, (Α) [[ἀμνός]]<br />αυτός που ανήκει σε αμνό ή προέρχεται από αυτόν, ο αρνήσιος.
|mltxt=ἀμνεῑος, -εία, -εῖον, (Α) [[ἀμνός]]<br />αυτός που ανήκει σε αμνό ή προέρχεται από αυτόν, ο αρνήσιος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμνεῖος:''' -α, -ον ([[ἀμνός]]), [[αρνίσιος]], ἀμν. [[χλαῖνα]], αρνίσια [[προβιά]] που χρησιμ. ως [[κάπα]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 17:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμνεῖος Medium diacritics: ἀμνεῖος Low diacritics: αμνείος Capitals: ΑΜΝΕΙΟΣ
Transliteration A: amneîos Transliteration B: amneios Transliteration C: amneios Beta Code: a)mnei=os

English (LSJ)

α, ον,

   A of lamb, ἀ. χλαῖνα lambskin cloak, Theoc.24.62:— also ἀμναῖος, PRev.Laws97.7 (iii B. C.).    II ἀμνειός or ἄμνιος (sc. χιτών, ὑμήν), ὁ, inner membrane surrounding the foetus, Sor.1.58, Gal.UP15.4: also in neut. form ἀμνεῖον, τό, Hippiatr.14; cf. ἀμνίον.

German (Pape)

[Seite 126] vom Lamme, χλαῖνα Theocr. 24, 61.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμνεῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ἀμνόν, «ἀρνίσιος», ἀμν. χλαῖνα, ἐπανωφόριον ἐκ δερμάτων ἀμνῶν, Θεοκρ. 24. 61.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
d’agneau.
Étymologie: ἀμνός.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): tb. ἀμνειός, -οῦ, ὁ Gal.2.902; ἄμνειος Gal.4.547; ἀμνίον Emp.B 70
1 de piel de cordero χλαῖνα Theoc.24.62.
2 subst. ὁ, τὸ ἀ. anat. amnios Emp.l.c., Gal.ll.cc., Sor.43.9, 44.4., Hdn.Gr.2.230, Hippiatr.14.11, Hsch.

Greek Monolingual

ἀμνειὸς και ἄμνιος, ο (Α) ἀμνός
ο υμένας που καλύπτει το έμβρυο.

Greek Monolingual

ἀμνεῑος, -εία, -εῖον, (Α) ἀμνός
αυτός που ανήκει σε αμνό ή προέρχεται από αυτόν, ο αρνήσιος.

Greek Monotonic

ἀμνεῖος: -α, -ον (ἀμνός), αρνίσιος, ἀμν. χλαῖνα, αρνίσια προβιά που χρησιμ. ως κάπα, σε Θεόκρ.