ἀμύντωρ: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμύντωρ]] (-ορος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[βοηθός]], [[υπερασπιστής]]<br /><b>2.</b> αυτός που αμύνεται, που αποκρούει, που απωθεί<br /><b>3.</b> [[εκδικητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἐπαμύντωρ]] «[[υπερασπιστής]], [[τιμωρός]]». Ο τ. υπάρχει και ως κύριο όνομα]. | |mltxt=[[ἀμύντωρ]] (-ορος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[βοηθός]], [[υπερασπιστής]]<br /><b>2.</b> αυτός που αμύνεται, που αποκρούει, που απωθεί<br /><b>3.</b> [[εκδικητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἐπαμύντωρ]] «[[υπερασπιστής]], [[τιμωρός]]». Ο τ. υπάρχει και ως κύριο όνομα]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμύντωρ:''' -ορος, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[υπερασπιστής]], [[βοηθός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκδικητής]], <i>πατρός</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ορος, ὁ, poet. word,
A defender, helper, Il.13.384 (as v.l.), Od.2.326, etc. 2 repeller, δυσφροσυνάων Simon.86. 3 avenger, πατρός E.Or.1588.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύντωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ὄνομα, βοηθός, ὑπερασπιστής, Ἰλ. Ν. 384, Ὀδ. Β. 326, κτλ. 2) ὁ ἀποκρούων, ἀπωθῶν, οἶνον ἀμύντορα δυσφροσυνάων (ἢ -ᾶν) Σιμων. ἔκδ. Γαισφ. τόμ. 1. σ. 394. 3) ὁ ἐκδικητής, πατρὸς Εὐρ. Ὀρ. 1588. Πρβλ. ἀμυντήρ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
défenseur.
Étymologie: ἀμύνω.
English (Autenrieth)
ορος (ἀμύνω): defender, protector.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1defensor, auxiliador οἱ ἀπ' αἰθέρος ἦεν ἀ. Ζεύς Il.15.610, cf. 14.449, Od.2.326, 16.256, 261, Call.Fr.635, Apoll.Met.Ps.7.3, βωμός Orph.L.152
•c. gen. ἀ. πατρίδος αἴης Epigr.Gr.1080.
2 c. gen. de cosa que aparta, que rechaza οἶνον ἀ. δυσφροσυνάων Simon.73D.
II vengador c. gen. de pers. πατρός E.Or.1588.
Greek Monolingual
ἀμύντωρ (-ορος), ο (Α)
1. βοηθός, υπερασπιστής
2. αυτός που αμύνεται, που αποκρούει, που απωθεί
3. εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἐπαμύντωρ «υπερασπιστής, τιμωρός». Ο τ. υπάρχει και ως κύριο όνομα].
Greek Monotonic
ἀμύντωρ: -ορος, ὁ,
1. υπερασπιστής, βοηθός, σε Όμηρ.
2. εκδικητής, πατρός, σε Ευρ.