ἀλιτήμων: Difference between revisions

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλιτήμων]] (-ονος), -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[αμαρτωλός]], [[ανόσιος]], [[αλιτήριος]]<br /><b>2.</b> [[απρόσιτος]] σε παρακλήσεις, [[αδυσώπητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλιτ</i>-, θ. αορ. β΄ (<i>ἤλιτον</i>) του ρημ. [[ἀλιταίνω]], με [[επαύξηση]] -<i>η</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλιτημοσύνη]].
|mltxt=[[ἀλιτήμων]] (-ονος), -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[αμαρτωλός]], [[ανόσιος]], [[αλιτήριος]]<br /><b>2.</b> [[απρόσιτος]] σε παρακλήσεις, [[αδυσώπητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλιτ</i>-, θ. αορ. β΄ (<i>ἤλιτον</i>) του ρημ. [[ἀλιταίνω]], με [[επαύξηση]] -<i>η</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλιτημοσύνη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλῐτήμων:''' -ον, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 17:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλιτήμων Medium diacritics: ἀλιτήμων Low diacritics: αλιτήμων Capitals: ΑΛΙΤΗΜΩΝ
Transliteration A: alitḗmōn Transliteration B: alitēmōn Transliteration C: alitimon Beta Code: a)lith/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ἀλιτεῖν) = sq., Il.24.157,186, Call.Dian.123, A.R.4.1057.

German (Pape)

[Seite 99] ονος, sündhaft, subst. Frevler, Hom. zweimal, Il. 24, 157. 186; neutr. ἀλιτήμονα πολλὰ τέλεσκον Callim. Dian. 123; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῐτήμων: -ον, γεν. ονος (ἀλιτεῖν) = τῷ ἑπομ., Ἰλ. Ω. 157, 186, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 123.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
coupable.
Étymologie: ἀλιταίνω.

English (Autenrieth)

ονος (ἀλιταίνω): sinning against, offending.

Spanish (DGE)

(ἀλῐτήμων) -ον

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [gen. -ονος]
impío, que no tiene consideración para las leyes religiosas οὔτ' ἀ., ἀλλὰ ... ἱκέτεω περιδήσεται ἀνδρός de Aquiles Il.24.157, 186
de acciones περὶ ξείνους ἀλιτήμονα πολλὰ τέλεσκον Call.Dian.123, δίκη A.R.4.1057, βροτέην δ' ἀλιτήμονα ῥήξατο φωνήν Nonn.D.44.72, cf. Max.576.

Greek Monolingual

ἀλιτήμων (-ονος), -ον (Α)
1. αμαρτωλός, ανόσιος, αλιτήριος
2. απρόσιτος σε παρακλήσεις, αδυσώπητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτ-, θ. αορ. β΄ (ἤλιτον) του ρημ. ἀλιταίνω, με επαύξηση -η-.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτημοσύνη.

Greek Monotonic

ἀλῐτήμων: -ον, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.