ἀλιτήμων

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλιτήμων Medium diacritics: ἀλιτήμων Low diacritics: αλιτήμων Capitals: ΑΛΙΤΗΜΩΝ
Transliteration A: alitḗmōn Transliteration B: alitēmōn Transliteration C: alitimon Beta Code: a)lith/mwn

English (LSJ)

ἀλιτήμον, gen. ονος, (> ἀλιτεῖν) = ἀλιτήριος (sinning against, offending against, guilty, avenging spirit, sinful), Il. 24.157, 186, Call. Dian. 123, ARh. 4.1057.

Spanish (DGE)

(ἀλῐτήμων) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. -ονος]
impío, que no tiene consideración para las leyes religiosas οὔτ' ἀ., ἀλλὰ ... ἱκέτεω περιδήσεται ἀνδρός de Aquiles Il.24.157, 186
de acciones περὶ ξείνους ἀλιτήμονα πολλὰ τέλεσκον Call.Dian.123, δίκη A.R.4.1057, βροτέην δ' ἀλιτήμονα ῥήξατο φωνήν Nonn.D.44.72, cf. Max.576.

German (Pape)

[Seite 99] ονος, sündhaft, subst. Frevler, Hom. zweimal, Il. 24, 157. 186; neutr. ἀλιτήμονα πολλὰ τέλεσκον Callim. Dian. 123; sp. D.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
coupable.
Étymologie: ἀλιταίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῐτήμων: 2, gen. ονος (ᾰ) грешный, нечестивый Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῐτήμων: -ον, γεν. ονος (ἀλιτεῖν) = τῷ ἑπομ., Ἰλ. Ω. 157, 186, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 123.

English (Autenrieth)

ονος (ἀλιταίνω): sinning against, offending.

Greek Monolingual

ἀλιτήμων (-ονος), -ον (Α)
1. αμαρτωλός, ανόσιος, αλιτήριος
2. απρόσιτος σε παρακλήσεις, αδυσώπητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτ-, θ. αορ. β΄ (ἤλιτον) του ρημ. ἀλιταίνω, με επαύξηση -η-.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτημοσύνη.

Greek Monotonic

ἀλῐτήμων: -ον, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.