ἀμφίφαλος: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(3) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφίφαλος]], -ον (Α)<br />(για [[περικεφαλαία]]) αυτή που έχει δυο φάλους, δύο προεξοχές όμοιες με κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φάλος]]]. | |mltxt=[[ἀμφίφαλος]], -ον (Α)<br />(για [[περικεφαλαία]]) αυτή που έχει δυο φάλους, δύο προεξοχές όμοιες με κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φάλος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφίφᾰλος:''' -ον, με [[διπλή]] [[περικεφαλαία]] (βλ. [[φάλος]]), σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 30 December 2018
English (LSJ)
κυνέη helmet
A with double φάλος, Il.5.743, 11.41, Q.S. 3.334.
German (Pape)
[Seite 145] Hom. zweimal, κρατὶ δ' ἐπ' ἀμφίφαλον κυνέην θέτο τετραφάληρον Iliad. 5, 743. 11, 41, entw. ein Helm, der ringsum mit Buckeln (metallenen Knöpfen, die zur Zierde u. zum Schutz dienen) versehen ist, od. nach Buttm. Lex. II, 242 ein Helm, dessen Bügel vom Busch aus nach der Stirn u. nach dem Hinterkopfe geht; vgl. τετραφάληρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίφαλος: ἀμφίφαλον κυνέην «φαλοὺς περὶ αὐτὴν ἔχουσαν· φαλοὶ δέ εἰσιν οἱ κατὰ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας ἀσπιδίσκοι» (σχόλ.), Ἰλ. Ε. 743, Λ. 41· ἴδε ἐν λ. φαλὸς [[[φάλος]]].
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux cimiers.
Étymologie: ἀμφί, φάλος.
English (Autenrieth)
(φάλος): double-ridged, double-crested, of a helmet with divided crest. (Il.)
Spanish (DGE)
(ἀμφίφᾰλος) -ον
de doble penacho κυνέη Il.5.743, 11.41, Q.S.3.334, cf. EM 1226.
Greek Monolingual
ἀμφίφαλος, -ον (Α)
(για περικεφαλαία) αυτή που έχει δυο φάλους, δύο προεξοχές όμοιες με κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + φάλος].
Greek Monotonic
ἀμφίφᾰλος: -ον, με διπλή περικεφαλαία (βλ. φάλος), σε Ομήρ. Ιλ.