ἀναγκαῖον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(Bailly1_1)
(2)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>pudendum muliebre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναγκαῖος]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>pudendum muliebre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναγκαῖος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναγκαῖον:''' τό ([[ἀνάγκη]]), [[τόπος]] περιορισμού, [[φυλακή]], σε Ξεν.· άλλοι διαβάζουν <i>Ἀνακεῖον</i>.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγκαῖον Medium diacritics: ἀναγκαῖον Low diacritics: αναγκαίον Capitals: ΑΝΑΓΚΑΙΟΝ
Transliteration A: anankaîon Transliteration B: anankaion Transliteration C: anagkaion Beta Code: a)nagkai=on

English (LSJ)

τό,

   A place of constraint, prison, X.HG5.4.8 and 14, cf. Harp., who adds Καλλισθένης δὲ ἀνώγεων εἶπεν, ὃ δεῖ μᾶλλον λέγεσθαι: but correct reading is prob. ἀνάκαιον (preserved in Suid. and AB98, as used by Boeotians), or Ἀνάκειον, q. v., as in D.45.80, cf. EM98.32.    II = αἰδοῖον, Artem.1.45, Eust.1968.39, Cat.Cod.Astr.8(4).133 (pl.).    III privy, Gloss.    IV = sq., Plaut.Rud.363.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγκαῖον: τό, τόπος περιορισμοῦ, εἱρκτή, φυλακή, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 8 καὶ 14, πρβλ. Ἁρποκρ., ὅστις προσθέτει Καλλισθένης δὲ ἀνώγεων εἶπεν, ὃ δεῖ μᾶλλον λέγεσθαι: - ἀλλ’ ἡ ὀρθὴ γραφὴ φαίνεται ὅτι εἶναι ἀνάκαιον (παρὰ Σουΐδᾳ ἐν χωρίῳ ἀναφερομένῳ εἰς τόν Ἰσαῖον εἰς ὃ παραπέμπει καὶ ὁ Ἁρποκρ. διὰ τῆν λέξ. ἀναγκαῖον), ἢ Ἀνάκειον, ὃ ἴδε, ὡς ἐν Δημ. 1125. 24, πρβλ. Ἐτυμολ. Μ. 98. 32. ΙΙ. αἰδοῖον, Ἀρτεμίδ. 1. 47, Εὐστ., κτλ., πρβλ. Meineke Κωμ. Ἀποσπάσμ. 3. σ. 309. ΙΙΙ. ἀφοδευτήριον, ἀπόπατος, ὡς καὶ νῦν, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
pudendum muliebre.
Étymologie: ἀναγκαῖος.

Greek Monotonic

ἀναγκαῖον: τό (ἀνάγκη), τόπος περιορισμού, φυλακή, σε Ξεν.· άλλοι διαβάζουν Ἀνακεῖον.