Ἀνάκειον
English (LSJ)
τό, (Ἄνακες) temple of the Ἄνακες or Dioscuri, And.1.45, Th.8.93, D.45.80 (cf. AB212), IG4.1028.4 (Epid., ii B. C.); ἐν τῷ ϝανακείῳ ib.9(1).129 (Elatea, V B.C.); cf. ἀναγκαῖον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): tb. Ἀνάκιον IG 22.1400.44; Ϝανάκειον IG 9(1).129 (Elatea V a.C.)
Anaceon templo de los Dioscuros (v. ἄναξ) en Atenas Th.8.93, D.45.80, IG 22.1400.44 (IV a.C.), 22.968.48 (III a.C.), 42.480 (Epidauro II a.C.), Polyaen.1.21, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sanctuaire des Dioscures.
Étymologie: Ἄνακες.
Russian (Dvoretsky)
Ἀνάκειον: v.l. Ἀνακεῖνον τό Анакей, храм Диоскуров Thuc., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀνάκειον: τό, (Ἄνακες) ὁ ναὸς τῶν Ἀνάκων, «τὸ τῶν Διοσκούρων ἱερόν», - «ἀνακεῖον (προπερισπωμένως), Διοσκούρων ἱερόν, οὗ νῦν οἱ μισθοφοροῦντες δοῦλοι ἑστᾶσιν» Β. Α. 212. 12. - ἔθεντο ἐν τῷ Ἀνακείῳ τὰ ὅπλα Ἀνδοκ. 7. 10, πρβλ. Δημ. 1125. 24, Συλλ. Ἐπιγρ. 1949· πρβλ. ἀναγκαῖον. - Ὑπάρχει καὶ γραφή, ἀνάκιον, «Ἄνακες καὶ Ἀνάκιον, Ἀττικῶς. Διόσκουροι καὶ Διοκορεῖον Ἑλληνικῶς» Μοῖρις σ. 77.
Greek Monotonic
Ἀνάκειον: τό (Ἄνακες), ο ναός των Διόσκουρων, σε Ανδοκ. κ.λπ.· πρβλ. ἀναγκαῖον.
Middle Liddell
Ἄνακες
the temple of the Dioscuri, Andoc., etc.; cf. ἀναγκαῖον.