ἀναμολεῖν: Difference between revisions
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
(big3_4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἀναβλώσκω]]. | |dgtxt=v. [[ἀναβλώσκω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναμολεῖν:''' απαρ. του ἀν-[[έμολον]], αόρ. βʹ του [[ἀναβλώσκω]], [[διέρχομαι]], [[διαπερνώ]], με αιτ., σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ἀνέμολον, aor. 2 with no pres. in use (cf. βλώσκω),
A go through, ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν E.Hec.928.
German (Pape)
[Seite 198] in tmesi, ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πὁλιν Eur. Hec. 928, hindurchgehen, sich überall hin verbreiten.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμολεῖν: ἀνέμολον, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει (πρβλ. βλώσκω), διέρχομαι, (ἐν τμήσει) ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν Εὐρ. Ἑκ. 928.
Spanish (DGE)
v. ἀναβλώσκω.
Greek Monotonic
ἀναμολεῖν: απαρ. του ἀν-έμολον, αόρ. βʹ του ἀναβλώσκω, διέρχομαι, διαπερνώ, με αιτ., σε Ευρ.