ἀναχωρίζω: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀναχωρίζω]])<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[απομακρύνω]] κάποιον από [[κοντά]] μου, [[εγκαταλείπω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> απομακρύνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> α) [[κάνω]] να υποχωρήσει<br />β) [[αποσύρω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> αποχωρίζομαι, ζω [[χωριστά]] από κάποιον.
|mltxt=(AM [[ἀναχωρίζω]])<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[απομακρύνω]] κάποιον από [[κοντά]] μου, [[εγκαταλείπω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> απομακρύνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ενεργ.</b> α) [[κάνω]] να υποχωρήσει<br />β) [[αποσύρω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> αποχωρίζομαι, ζω [[χωριστά]] από κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναχωρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, κάνω κάποιον να [[πάει]] [[πίσω]] ή να αποχωρήσει, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχωρίζω Medium diacritics: ἀναχωρίζω Low diacritics: αναχωρίζω Capitals: ΑΝΑΧΩΡΙΖΩ
Transliteration A: anachōrízō Transliteration B: anachōrizō Transliteration C: anachorizo Beta Code: a)naxwri/zw

English (LSJ)

   A make to go back or retire, X.Cyr.7.1.41, An.5.2.10; ἀγχωρίξαντες (Dor.) τὸν ὅρον having drawn it back, Tab.Heracl.1.56,59.

German (Pape)

[Seite 215] zurückführen, zurückgehen lassen, Xen. Cyr. 7, 1, 41 An. 5, 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχωρίζω: ἀναχωρεῖν ποιῶ, ἀποσύρω, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 41, Ἀν. 5. 2. 10· ἀγχωρίξαντες (Δωρ.) τὸν ὅρον, ἀποσύραντες, Ἡρακλ. Πίν. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 56, πρβλ. 59.

French (Bailly abrégé)

ramener en arrière.
Étymologie: ἀνά, χωρίζω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. ἀγχ- TEracl.1.56, 59
1 ordenar la retirada de ἅπαντας τοὺς πελταστάς X.An.5.2.10, cf. Cyr.7.1.41.
2 retrasar, echar hacia atrás τὸν ὅρον TEracl.ll.cc., en v. pas. τὸ βῆμα ... ἐς τὸν νῦν τόπον ἀνεχωρίσθη D.C.43.49.1
traer, hacer entrar (en la ciudad) εἰς τὸ ἀσφαλὲς τὰ δεόμενα X.Eq.Mag.7.6.

Greek Monolingual

(AM ἀναχωρίζω)
μσν.
1. (μτβ.) απομακρύνω κάποιον από κοντά μου, εγκαταλείπω
2. (αμτβ.) απομακρύνομαι
αρχ.
1. ενεργ. α) κάνω να υποχωρήσει
β) αποσύρω
2. μέσ. αποχωρίζομαι, ζω χωριστά από κάποιον.

Greek Monotonic

ἀναχωρίζω: μέλ. -σω, κάνω κάποιον να πάει πίσω ή να αποχωρήσει, σε Ξεν.